Φρύνη και κύριος Νικόλας: Όταν οι δευτερεύοντες χαρακτήρες γίνονται πρωτεύοντες

 

 

Η Ζωή ένα κορίτσι που μεγαλώνει σε ίδρυμα, σε μία «Προσωρινή Οικογένεια», όπως την αποκαλεί, στα δεκατρία της χρόνια υιοθετείται από την κυρία Χρυσούλα και τον κύριο Μιχάλη. Ένα αντρόγυνο που επιθυμούσε να αποκτήσει παιδί, αλλά δεν τα κατάφερνε. Οι δύο αυτοί σύζυγοι μέσα από την επιμονή και τον αγώνα τους καταφέρνουν να μεγαλώσουν την οικογένειά τους και να αποκτήσουν ζωή, τη Ζωή δηλαδή. Μια Ζωή ευγενική, χαμογελαστή, που μέσα στην καρδιά της είχε τα κορίτσια του ορφανοτροφείου και πιο πολύ τη Φρύνη.

Η Ζωή και η Φρύνη είναι καρδιακές φίλες. Φίλες γιατί ο δεσμός τους σφυρηλατήθηκε κάτω από ιδρυματικές συνθήκες. Είναι η μία για την άλλη, το αποκούμπι, η παρηγοριά, το βάλσαμο σε όλα τα γιατί, που ψάχνουν μια απάντηση. Οι συζητήσεις τους φιλοσοφικές σαν να βγαίνουν από τη ψυχή μεγάλων ανθρώπων, που έχουν περάσει πολλά. Οι δυσκολίες πάντα ωριμάζουν τους ανθρώπους.

Κι όταν η στιγμή να ανήκουν σε μια αληθινή οικογένεια, να έχουν μία μαμά κι έναν μπαμπά, ήρθε μόνο για τη Ζωή, έδωσαν μία υπόσχεση:
«-Να προσέχεις και να μην ξεχάσεις. Μη με ξεχάσεις», της τόνισε η Φρύνη
«-Δεν θα σε ξεχάσω, το ακούς; Το ακούς;» φώναξε δυνατά η Ζωή.

Κι έτσι οι δυο φίλες χωρίστηκαν. Ο αποχωρισμός τους αποτελεί ένα γεγονός μη διαχειρίσιμο και πολύ έντονα φορτισμένο ψυχολογικά. Πώς από εδώ και εμπρός αυτές οι δύο θα όριζαν την καθημερινότητά τους, αν και μπορούσαν θεωρητικά να συναντούν η μία την άλλη; Ποια πρόσωπα θα είχαν ως πρόσωπα αναφοράς; Καθώς μεγάλωναν μαζί μέσα στους τοίχους του ορφανοτροφείου η μία στο πρόσωπο της άλλης έβρισκε τη φίλη, την οικογένεια, τη δασκάλα. Τόσοι ρόλοι μπερδεμένοι σε έναν. Κι όμως αυτό λειτουργούσε για τη Ζωή και τη Φρύνη. Αυτό ήξεραν.

Η Ζωή λοιπόν, απέκτησε οικογένεια, μια μαμά κι έναν μπαμπά. Έφυγε μαζί τους για το καινούριο της σπίτι. Στο μυαλό της στριφογυρνούσαν πολλές σκέψεις. Σκέψεις που δεν την άφηναν σε ησυχία.
«Δεν ήξερα αν πρέπει να χαρώ ή να το βάλω στα πόδια, μόλις φτάσουμε. Έπρεπε και πάλι να κάνω υπομονή. Μέχρι τώρα έκανα υπομονή στο χαρούμενο μπουντρούμι και τώρα πρέπει να κάνω υπομονή να δω εάν όλο αυτό με οδηγήσει στην ευτυχία, που τόσο λαχταράω. Η ζωή είναι μία υπομονή. Αυτό μου το δείχνει η ίδια. Πού να τη βρω όμως;»

Αυτά σκεφτόταν η Ζωή στη διαδρομή μέχρι το σπίτι.

Και μετά η νέα πραγματικότητα• η άφιξη της Ζωής στο σπίτι, η είσοδός της στο δωμάτιο που ήταν αποκλειστικά για αυτήν, η μύησή της στις νέες συνήθειες, η εγγραφή της στο σχολείο. Όλα καινούρια, όλα πρωτόγνωρα κι όλα αγχωτικά.

«Έβγαλα κραυγή για τη φυγή των πραγματικών μου γονιών. Ήθελα να το κάνω δεκατρία χρόνια, αλλά ποτέ δεν βρήκα ησυχία να τη σπάσω με τη δική μου πραγματική κραυγή. Γιατί πάντα με προλάβαινε μία άλλη.»

Μα ύστερα από λίγο μέσα της έλαμψε η συμβουλή της Φρύνης:

«Όταν συναντάς έναν μεγάλο άνθρωπο, να του δείχνεις το παιχνίδι στον ήλιο με χαμόγελο.»
Αυτό έπρεπε να κάνει από εδώ και πέρα η Ζωή. Να δείχνει με χαμόγελο στους θετούς γονείς της το παιχνίδι στον ήλιο. Εύκολο μετά από τα τόσα κομμάτια και κομματάκια αιχμηρά σαν σπασμένα γυαλιά που κουβαλούσε μέσα της;

Κι η γιατρειά, πού κρυβόταν η γιατρειά στην πληγωμένη της καρδιά; Ένα κορίτσι που εγκαταλείφθηκε κάποτε απέκτησε μια αληθινή στέγη. Είναι από μόνο του αυτό αρκετό να γιάνει τη λαβωμένη της ψυχή;«Να ξεκινήσουμε να δούμε τον ήλιο, Ζωή. Τον ήλιο. Γιατί ο καθένας μας έχει αυτό το δικαίωμα.»

Η Ζωή πια απέκτησε έναν καινούριο συμβουλάτορα, έναν μέντορα. Οι γονείς της ήξεραν τι να κάνουν, δεν μπορούσαν να την αφήσουν να έχει κρίσεις πανικού. Είχαν έρθει στη ζωή της για να της χαρίσουν ένα καλύτερο παρόν κι ένα υποσχόμενο μέλλον. Έτσι, απευθύνθηκαν σε έναν παιδοψυχολόγο, τον κύριο Νικόλα Παπανικολάου. Αυτός ήξερε να διαβάζει τις παιδικές ψυχές. Τα λόγια του ζεστά σκέπασαν τις φοβίες της Ζωής. Κι ακόμα πιο ζεστή ήταν η ιδέα του να κρατάνε μαζί ένα ημερολόγιο. Στη Ζωή άρεσε το γράψιμο, μέσα από αυτό ένιωθε ότι τακτοποιεί τις σκέψεις της και τα συναισθήματά της. Θα έγραφε λοιπόν, όλα της τα ερωτήματα και ο κύριος Νικόλας θα της απαντούσε.

Το ημερολόγιο αυτό θα ήταν κάτι σαν παιχνίδι για την καινούρια ζωή της Ζωής. Για να παίξει όμως αυτό το παιχνίδι, θα έπρεπε η Ζωή να διαβάσει βήμα βήμα τις οδηγίες που θα της έστελνε μέσω αλληλογραφίας ο κύριος Νικόλας. Κάθε παιχνίδι για να ξεκινήσει και να μπορέσει ο παίκτης να φτάσει ως το τέρμα πρέπει να καταλάβει πολύ καλά τις οδηγίες του.

«Σκέψου το, η ιστορία ενός ημερολογίου». Αυτό ήταν το όνομα του παιχνιδιού και συνάμα της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας που θα ακολουθούσε η Ζωή.

«Σκέψου το, η ιστορία ενός ημερολογίου». Αυτός και ο τίτλος του βιβλίου.

Θα μπορέσει λοιπόν, η Ζωή να ζήσει την καινούρια της ζωή πλάι στους θετούς της γονείς; Θα βρει τον καινούριο της ρόλο; Ή το παρελθόν θα την κηνυγάει και θα την καλεί πίσω στα δύσκολα, αλλά γνώριμα;

Τι ρόλο διαδραματίζουν η καρδιακή φίλη Φρύνη και ο παιδοψυχολόγος κύριος Νικόλας;

Και γιατί, ενώ λέμε για τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος ότι υπάρχουν πρωτεύοντες και δευτερεύοντες χαρακτήρες, ενώ για την πλοκή οι δευτερεύοντες γίνονται πρωτεύοντες για τους πρωταγωνιστές;

Ανακαλύψτε τη συνέχεια στις σελίδες του βιβλίου από τον Χρήστο Τούβε, τον συγγραφέα των χιλιάδων αντιτύπων.

 

 

Αγάπη νιώσε
Αγάπη δώσε
Αγάπη γίνε

 

 

Ελένη Γκόρα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *