«Το καημένο!» «Το άτυχο!» Με αηδιάζουν όλοι αυτοί που θέλουν να με λυπηθούν… Σαν τη θεία Μάρω. Έρχεται συχνά. Νομίζει ότι έτσι βοηθάει. Τη μάνα μου ν’ αντέξει το βάρος. Το δικό μου. Η μάνα μου , αυτός ο ήρωας! Αλλά δεν είναι για λύπηση. ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΓΙΑ ΛΥΠΗΣΗ. Απλά έγινε.

Έγινε και τώρα βρίσκομαι σε ένα κρεβάτι , καθηλωμένη χωρίς να μπορώ να κάνω την παραμικρή κίνηση , με τόσα μηχανήματα να με κρατούν στην κατάσταση που βρίσκομαι γιατί εγώ σαν πεισματάρα που είμαι, ήμουν έτσι πάντα δηλαδή, δε λέω να …τους αδειάσω τη γωνιά!…Και για τη μαμά δηλαδή το κάνω. Πιστεύω πως ήθελε να με έχει λίγο ακόμα στη ζωή της. Έστω κι έτσι. Κι ας της στερώ τη δική της ζωή…Α ρε μάνα!!!

Αυτό εδώ το κρεββάτι λοιπόν μου έδωσε πολλές αφορμές να δω τους ανθρώπους και τον κόσμο γενικότερα και μένα θέλω να παραδεχτώ , αλλιώς. Ξέρεις όλοι πιστεύουν ότι όπως δεν μπορώ να κινηθώ το ίδιο δεν μπορώ ν’ ακούσω, να καταλάβω, να σκεφτώ , να πονέσω και να θυμώσω , να στενοχωρηθώ , να αγανακτήσω. Με βλέπουν όλοι με την απάθεια στο πρόσωπο , με τα μάτια προσηλωμένα κάπου, τα χείλη ακίνητα , λίγο σα να χαμογελώ , με χλωμά μάγουλα, καιρό τώρα η ίδια φιγούρα , από τότε που συνέβη!

«Σκωληκοειδίτιδα είναι κυρία μου…».  Είπαν στη μητέρα στο νοσοκομείο . «…μην ανησυχείτε μια επέμβαση ρουτίνας» . Αυτή η επέμβαση ρουτίνας με έφερε σε αυτό το σημείο. «Άτυχη» είπαν μετά. «Είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις επιπλοκής…» Οκ ότι πείτε κύριοι κύριοι δεν τρέχει , αλλά το άτυχη να πάτε να το βάλετε. . .

Η μητέρα ανάμεσα σε ίσες ποσότητες μεγάλου πόνου και αξιοπρέπειας με πήρε εδώ. Νοίκιασε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα ενώ πούλησε το δικό μας στην πόλη  για να μπορώ να βλέπω τη θάλασσα που αγαπούσα πάντα , βρίσκουμε και οι δύο την ηρεμία που έχουμε τόση ανάγκη , για να μπορούμε να ξεφεύγουμε από του κόσμου την υποκρισία.

Ο Νίκος, ήταν το αγόρι μου. Ο Νίκος! Δεκατέσσερα ήμασταν όταν γνωριστήκαμε. Τα παιδιά έγιναν τόσο καλά φιλαράκια που σε λίγα χρόνια κοινή σχολική και εξωσχολική φιλία , αυτή μεταλλάχτηκε σε έναν έρωτα δυνατό ,ένα δέσιμο, μια εξάρτηση , δεν χορταίναμε ο ένας τον άλλο κάναμε όνειρα μαζί, υποσχόμασταν , ζούσαμε το παραμύθι….Καλά έκανε κι έφυγε. Δεν μπόρεσα μετά το ότι μου συνέβη να  του το ζητήσω αλλά ήταν αυτό που θα ήθελα. Καλά έκανε ο Νίκος μου κι έφυγε. Η ζωή του τού ανήκει . Εγώ πια δεν μπορώ να του δώσω ζωή.

Ουφ! Αυτά όλα τα σωληνάκια που με περιβάλλουν. Τα έχω βαρεθεί. Κι αυτός ο παλμογράφος. Τικ τικ τικ κάθε λίγο ο ρυθμός με τρελαίνει. Αυτή η πληκτική ζωή μου με τρελαίνει. Δεν ήμουν ποτέ παιδί με ρυθμό. Όλα χύμα τα’ χα συνηθίσει. Ο ρυθμός σου μετράει τη ζωή; Ο ρυθμός σε κρατάει ζωντανό;

Σήμερα με επισκέφτηκε ο πατέρας μου! Εκείνος επέλεξε να μείνει στην πόλη. Σε μια γκαρσονιέρα που είχαν αγοράσει για μένα για να μπορεί να είναι κοντά στη δουλειά του. Μαζί του σήμερα λοιπόν ο πατέρας έφερε κι ένα του φίλο. Με κοιτούσαν πολύ ώρα.   Ο πατέρας άπλωσε το χέρι και με χάιδεψε. Ο άλλος ρώτησε τον πατέρα: «Πόσο θα ζήσει έτσι Ορέστη; Δεν αντέχω να τη βλέπω έτσι. Καλύτερα να μη ζούσε τότε…» Κι ο πατέρας …μάλλον συμφώνησε. Αυτοί τώρα νομίζουν ότι δεν τους αντιλαμβάνομαι έτσι; «Και δηλαδή…» ήθελα να τους πω και τους δύο κυρίους. «…Από πότε εσείς γνωρίζεται τι είναι καλύτερα και χειρότερα για μένα; Ποιος με ρώτησε εμένα αν θέλω και πότε να μη ζήσω; Δεν καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο σκληρό είναι να λες σε κάποιον κατάμουτρα ότι θα’ ταν καλύτερα να μας άδειαζες τη γωνιά;»

Α! Τι ωραία είναι η θάλασσα σήμερα! Έχει μια ηρεμία κι όμως έχει το σκούρο εκείνο χρώμα της τρικυμίας όταν ακόμα αυτή δεν έχει ξεσπάσει! Λίγο λευκό από δανδέλα στην άκρη καθώς καταλήγει στην ακτή, ο ουρανός στο ίδιο μοτίβο…κοντεύουν τις χίλιες οι μέρες που βρίσκομαι εδώ , έτσι…στην ίδια θέση, με τα ίδια μέσα να με περιβάλλον , το ίδιο ταβάνι, τα ίδια κάγκελα στο κρεββάτι. Ο ίδιος ρυθμικός ήχος της καρδιάς μου στον παλμογράφο. Τικ τικ τικ ο ίδιος ρυθμός! Αα πόσο θα ήθελα να τρέξω! Σήμερα έχω μια επιθυμία: Να τρέξω…Να τρέξωωωωωωω! Τόσο πολύ που να πονέσουν τα πόδια…να νοιώσω τα πόδια να πονούν. Να σκοντάψω , να πέσω , να χτυπήσω…να δω μια πληγή να αναβλύζει ζεστό , σκούρο κόκκινο αίμα. Να πονάει η πληγή. Αα πόσο ήθελα σήμερα να νοιώσω τα πόδια μου!!!

-Καλημέρα καλή μου

-Καλημέρα μαμά…

Ο θάνατος! Πώς να’ ναι άραγε; Συχνά το σκέφτομαι. Και δηλαδή κάνεις μια και τέλος; Σταματούν τα πάντα, τέλος , πάπαλα , σα να μην υπήρξες ποτέ; Σταματά κι ο διαολορυθμός στον παλμογράφο, τέλος! Αν νομίζεις ότι υπήρξες, ότι κάποτε γεννήθηκες,  μεγάλωσες, ερωτεύτηκες, δημιούργησες κάτι, μάλλον έκανες λάθος. ΔΕΝ υπήρξες πότε! Ή λες να είναι αλήθεια αυτό που πιστεύουν κάποιοι , ότι κάτι γίνεται και σα να γυρίζει καπάκι το θέμα και ζεις κάτι άλλο , κάπως αλλιώς, με κάτι άλλα πλάσματα που δεν είναι άγνωστοί σου αλλά δεν είναι και εκείνοι όπως τους ήξερες… Έχει πλάκα να συμβαίνει αυτό που λένε άλλοι. Ότι δηλαδή ξαναζούσες παλιά αλλά δεν ήσουν άνθρωπος τότε φέρ ειπείν, αλλά μια μαργαρίτα, ένα ψάρι, ένας ελέφαντας ή ακόμα μπορεί εγώ να ήμουν η Δουλτσινέα  η αγαπητικιά του Δον Κιχώτη χαχαχα πλάκα έχει….

Χειμώνιασε! Έτσι είπε η μαμά…εγώ δεν ξέρω. Είμαι δω , στο ίδιο μέρος , στο ίδιο κρεβάτι , με τα ίδια μηχανήματα γύρω μου , γύρω μου αρχίζουν και μέσα μου τελειώνουν-αυτά τα μηχανήματα είναι η ίδια μου η ζωή…είναι γελοίο!…το ίδιο ταβάνι…ευτυχώς η θάλασσα μου αντίκρυ στο κάδρο του παραθύρου όπου μπορώ να δω μου μετριάζει την πλήξη…

Η μαμά μου! Ο ήρωάς μου. Η δύναμη προσωποποιημένη! Η αγάπη, η θέληση, η υπομονή , η επιμονή όλα σε ένα πρόσωπο! Η Αγία Μαμά μου!

…σήμερα έχω γενέθλια! Μου το θύμισε η μαμά . Θα έρθει κι ο πατέρας από την πόλη , θα φέρει μια τούρτα με είκοσι κεράκια  , θα τα σβήσουν εκείνοι  για μένα αφού εγώ δεν μπορώ-θυμάμαι όταν ήμουν μωρό μου μάθαιναν πώς να φυσάω τα λιγοστά τότε κεράκια την γενέθλιας τούρτας μου, μαμά  μπαμπά θέλω και τώρα να μου δείξετε, θέλω να θυμηθώ πώς-θα έρθει και η θεία Μάρω, επιμένει θέλει να εξιλεωθεί από τις ανομίες της βγάζοντας οίκτο για μένα, ίσως να έρθει και ο φίλος του πατέρα μου ο ένας προσπαθεί να στηρίξει τον άλλο σε αυτή την ¨δακρύβρεχτη¨ ιστορία όπως καταλαβαίνετε. Η μάνα μου εμένα, ο πατέρας τη μάνα, ο φίλος τον πατέρα και η θεία τον …άλλο της εαυτό. Αυτόν που χάνει σιγά σιγά , αυτόν της ειλικρινούς συμπόνοιας . .

Όλα έγιναν όπως κάθε φορά δύο χρόνια τώρα, σαν μια κακοπαιγμένη επανάληψη. Το κερί της ζωής μου έσβησε, ενώ ακολούθησε η αναγγελία εν ήδη αναφοράς και μπροστά μου, αφού όλοι πιστεύουν ότι δεν καταλαβαίνω , δε νοιώθω, δεν στενοχωριέμαι, δεν πονάω! ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΤΙΠΟΤΑ! Δεν ήμουν ποτέ. Η αναφορά αφορούσε στο θάνατο σήμερα τα ξημερώματα του Νίκου…Του Νίκου μου! Του έρωτά μου. Της μοναδικής στη σύντομη ζωή μου αγάπης. Σήμερα τα ξημερώματα σε ένα τροχαίο ο Νίκος ΜΟΥ ¨παρέδωσε την ψυχή του¨.  Δεν υπάρχει πια.

Δεν υπάρχω λοιπόν πια!

Αντίο

Συγνώμη μαμά!!!

Παλμογράφος σε συνεχόμενο ηχητικό.

ΤΕΛΟΣ!

 

 

Κατερίνα Αρσενοπούλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *