“Αν δεν είστε εσείς, απλά αγνοήστε αυτό το mail. Αν είστε, απ΄τον επόμενο μήνα, η παρακράτηση φόρου στη μισθοδοσία σας, θα διπλασιαστεί”.

Αυτό έγραφε το mail που πήρα απ’ την εφορία. Σκέφτομαι…αν δεν είμαι εγώ, γιατί να απαντήσω, πρέπει να μου το πουν; Να απαντήσω και να πω τι; Σκίστε τον, καλά του κάνατε!

Αν πάλι είμαι εγώ – που είμαι δεν το συζητώ – κάτι πρέπει να πω. Να πω … το σπίτι σας… το υπουργείο σας…το σόι σας ολόκληρο, θα το κάνω χειρότερο.

Πήρα αποφάσεις για μένα. Μού ΄ρθε στο μυαλό το “σκάσε και κολύμπα”. Χρειάζεσαι ηρεμία, ησυχία και χαλάρωση, δεν βγαίνει πέρα αλλιώς. Μια ομπρέλα για ίσκιο, ηρεμία και θα περάσει κι αυτό.

Αύριο πάμε για μπάνιο.

Ξημέρωσε, ετοίμασα αυτοκίνητο, φαγητά, αντηλιακά, νερά και μιά ομπρέλα, μόνο για μένα, το έτερο δεν θέλει λόγω μαυρίσματος.

Μισή ώρα μετά, φτάσαμε. Φορτώθηκα τα πράγματα, το έτερο πήρε τα καπέλα. Πιάσαμε παραλία. Έστησα την ομπρέλα και ξάπλωσα. Να ηρεμήσει το κεφάλι μου, γαμώ το κέρατό μου, σκέφτηκα.

Τι το ‘θελα, σε λίγη ώρα, γέμισε ο τόπος κόσμο.

Δίπλα μας ήρθε μιά γυναίκα, ένα παιδί και μια γριά. Άπλωσαν τα πράγματα λες και είχαν αγοράσει οικόπεδο. Τη γριά τη ‘φεραν σηκωτή σε μιά καρέκλα. Ήταν σαν το Βούδα.

Ακούνητη αμίλητη, κοιτούσε μοναχά μπροστά. Θα στοιχημάτιζα ότι ήταν βαλσαμωμένη και την έβγαλαν στον ήλιο για αποξήρανση. Μετά λέω: “Φρεσκοπεθαμενη είναι, την πήραν μαζί, μέχρι να ρθει ο παπάς. Αλλά πάλι με τόσο ήλιο, θα μύριζε.”

Δεν πέρασε πολύ ώρα και με ζώσαν τα φίδια. “Θα μας δώσεις αντηλιακό; Ξέρεις δεν πάω ποτέ στη θάλασσα χωρίς αντηλιακό, αλλά σήμερα δεν έφερα”, είπε η γυναίκα. Το έτερο τι να κάνει, της έδωσε. Εγώ κοιτούσα τη γριά, αυτή τίποτα, στο άπειρο. Το μικρό μπήκε στη θάλασσα κι άρχισε, “μαμά, μαμά, ρε μαμά, σου μιλάω ρε μαμά, κοίτα κολυμπάω”.

Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ήρθε πάλι η “μαμά”,  ετούτη τη φορά έβαλε στο μάτι την ομπρέλα μου. “Θα μας δώσεις την ομπρέλα; Ξέρεις δεν πάω ποτέ στη θάλασσα χωρίς ομπρέλα, αλλά σήμερα δεν έφερα”. Το έτερο πάγωσε γιατί ήξερε. Πριν πάρει απάντηση, βουτάει την ομπρέλα και την έβαλε στο Βούδα. Το κεφάλι μου άρχισε να βουίζει.

“Μαμά, μαμά, ρε μαμά, σου μιλάω ρε μαμά, κοίτα κολυμπάω”, ούρλιαζε ο μικρός. Κοίταξα προς τη γριά με οργή. Αυτή ζωντάνεψε, γύρισε αργά αργά το κεφάλι και με κοίταξε. “Εγώ είμαι με το Σπαλιάρα”,  είπε και ξαναγύρισε στο άπειρο.

Αυτό ήταν θόλωσε το μυαλό μου. Σηκώθηκα όρθιος, πήγα στο μικρό και φώναξα: “Σκάσε ρε και κολύμπα” και μετά είχε σειρά η “μαμά”.

-Για να μη λέμε πολλά, το κουβαδάκι σου και σ΄άλλη παραλία.

-Και η γριά; με ρώτησε.

-Και η γριά και η γριά, της είπα και τράβηξα προς τα πάνω, να βρω ίσκιο.

 

 

 

Δημήτρης Σούρλας

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *