– Θα προτιμούσα, να μου πείτε εσείς κάτι για τον εαυτό σας και για το σπίτι σας. Να μου πείτε τι κάνετε και γιατί είστε εδώ.

– Τώρα έχουμε ένα πολύ ωραίο αυτοκίνητο, μίλησε τελικά κάποιο. Το Σάββατο, όταν έχουν καιρό ο μπαμπάς και η μαμά, το πλένουνε. Όταν είμαι καλό παιδί, μου επιτρέπουν να τους βοηθήσω. Όταν μεγαλώσω θα πάρω και ’γω ένα τέτοιο.

– Εγώ όμως, είπε ένα κοριτσάκι, μπορώ να πηγαίνω κάθε μέρα σινεμά, φτάνει να θέλω. Κι αυτό για να ξέρουν πως βρίσκομαι σε σίγουρα χέρια, γιατί εκείνοι δεν έχουν δυστυχώς καιρό. Κι αφού έμεινε για λίγο σιωπηλό πρόσθεσε: Μα δεν θέλω να βρίσκομαι σε σίγουρα χέρια. Γι’ αυτό και έρχομαι κρυφά εδώ πέρα και μαζεύω τα λεφτά μου. Όταν θα έχω μαζέψει αρκετά, θα βγάλω ένα εισιτήριο και θα πάω να βρω τους επτά νάνους.

– Είσαι βλάκας! φώναξε ένα άλλο παιδί. Δεν υπάρχουνε καν!

– Κι όμως υπάρχουν! Επέμεινε πεισματωμένο το κοριτσάκι. Αφού το είδα ακόμα και σε διαφήμιση γραφείου ταξιδιών.

– Έχω κιόλας έντεκα δίσκους με παραμύθια, δήλωσε ένα αγοράκι. Μπορώ να τους ακούω όσες φορές θέλω. Κάποτε μου τα έλεγε το βράδυ ο πατέρας μου, όταν γύριζε από τη δουλειά. Ήταν πολύ όμορφα. Τώρα όμως δεν είναι στο σπίτι ποτέ. Ή είναι κουρασμένος και δεν έχει όρεξη.

Χρόνος. Εκείνος ο γέρος, που φεύγει τώρα. Εκείνος ο γιατρός που επουλώνει ερωτικές και όχι μόνο πληγές. Εκείνος ο δάσκαλος, που, σκοτώνει τους μαθητές του. Εκείνος ο πολυάσχολος τύπος που, το παίζει δύσκολος και μας κάνει να κολλάμε μαζί του. Εκείνος που δεν είναι πια διαθέσιμος.

Το απόσπασμα ανήκει στη «Μόμο» και σύμφωνα με την πένα του Μίχαελ Έντε, «κέρδισε τους κλέφτες του χρόνου κι έφερε πίσω στους ανθρώπους τον κλεμμένο τους χρόνο.

Στον κόσμο της Μόμο, όλα ήταν όμορφα. Μια μέρα όμως, ο Έντε έβαλε στη ζωή τους μερικές χιλιάδες γκρίζους κύριους. Κύριους που με τα μεγάλα τους πούρα κάπνιζαν τις υποσχέσεις που έδιναν στους φίλους της Μόμο. Τους έταξαν χρόνο. Τους είπαν, μάλιστα, ότι όσο πιο πολύ δουλεύουν τόσο περισσότερο χρόνο θα ήταν σε θέση να εξοικονομήσουν. Τους μίλησαν για οικονομία. Και, ναι έφτιαξαν τράπεζες αποθήκευσης χρόνου.

Και κάπως έτσι, η γειτονιά της Μόμο έγινε ολόκληρη ένας καπνός από πούρα. Από πολυτελή αυτοκίνητα. Από σκυθρωπούς και απογοητευμένους ανθρώπους. Απογοητευμένους από την απόδοσή τους. Ξαφνικά, οι άνθρωποι που δεν ήθελαν τίποτα, τώρα ήθελαν περισσότερα. Και περισσότερα. Και περισσότερα.

Πόσοι από εμάς είναι σήμερα στη θέση της Μόμο, αλήθεια; Και κυρίως, πόσοι από εμάς χάθηκαν μέσα σε ουτοπικές απολαύσεις. Πόσοι αλήθεια, είμαστε ευτυχισμένοι επειδή έχουμε φίλους, οικογένεια. Και πόσοι επειδή έχουμε αμάξια, λεφτά. Πόσοι έχουμε μάθει αλήθεια, να συνδυάζουμε την καλή ζωή με την καλή ψυχή.

Ποια είμαι εγώ όμως για να απορρίψω την κενότητα ενός ανθρώπου, και την ανάγκη του να γεμίσει τον κόσμο του με πράγματα κι όχι με συναισθήματα. Ίσως όμως ψάχνοντας δώρα χάνουμε χρόνο. Ποιοτικό χρόνο. Χρόνο που δε θες να κοιτάξεις το ρολόι. Χρόνο που χτυπάς το κεφάλι σου όταν καταλάβεις. Χρόνο που δεν έζησες γιατί δεν ήσουν έτοιμος. Χρόνο με τους φίλους ή τα αδέρφια σου. Χρόνο με τους γονείς ή τους παππούδες σου. Χρόνο που έκαψες για να δουλέψεις και να γίνεις μεγάλος.

Μα…ζεί;

Ζεί το λουλούδι; H φύση; Tο σπίτι; H φωτογραφία; Η πόλη; Το εγώ; Ζεί ο χρόνος;

Αρκεί μια βόλτα; Aρκεί να φωνάξεις σε όλους αυτούς που θέλουν το χώρια, μα…ζεί;!

Ναι. Ζεί και θα ζεί μέσα απο τις αισθήσεις. Και τι θα πει ζώ; Τι θα πει ζω σήμερα;

Δύσκολα ερωτήματα για έναν λαό που αργοπεθαίνει, δύσκολα ερωτήματα για την φιλοσοφία,για εμένα,για εσένα.

Και τι ζει; Πως το ζει; Είναι αρκετό; Του φτάνει; Και γιατί τόσες ερωτήσεις;

Σαν αλληγορία μοιαζει. Θα μπορούσε να είναι και αλληγορία χρόνου.

Μήπως αυτός ο κόσμους χαλάει αδοξα;

Και είμαστε κ εμείς που ουρλιάζουμε…Μα Ζει!

ΜΑΖΙ θα τα καταφέρουμε, σήμερα οχι αύριο. Κάθε μέρα, θα προσπαθήσουμε,θα δώσουμε την ψυχή μας. Για όσο. Με όσο έχουμε.

Θα γίνει! Αν είμαστε μαζί, ενωμένοι θα γινει. Μέλλοντας πάλι; Θα επρεπε να καταργηθεί αυτός ο χρόνος.

Θα γίνω όταν μεγαλώσω,θα διαβάσω, θα φάω, θα συμμαζέψω, θα βγω, θα γράψω, θα ερωτευτώ.

Μήπως θα έπρεπε αντί αυτού να λέμε: μεγαλώνω, διαβάζω, τρώω , συμμαζεύω, βγαίνω, γράφω,ερωτεύομαι; Αμετάβατο και παράλληλα μεταβατικό.Οχι θα,οχι αύριο, τώρα. Ενεστώτας.

Σαν φοβισμένα κουτάβια μακρυά απο την μητέρα, σε έναν αγώνα επιβίωσης και απόδειξης.

Ας ζήσει το τώρα.

Αποφύγετε τη βαρβαρότητα αυτής της εποχής. Παραμείνετε άνθρωποι με τρυφερότητα. Με το δικό σας βλέμμα. Και κάτι ακόμα. Γίνετε η Μόμο. Και προστατέψτε τις σχέσεις σας με τους δικούς σας ανθρώπους από την κλέφτρα του χρόνου.

 

 

Κέλλυ Γρηγοριάδου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *