-Ξέρεις, έχω ακροφοβία . . .

-Μη φοβάσαι, θα σε κρατάω εγώ!

-Έλα, είπε και άπλωσε το χέρι της για να πιάσει το δικό μου.

 

Προχωρούσε μπροστά και εγώ την ακολουθούσα. Κρατούσε με το ένα χέρι την κουπαστή της σκουριασμένης σιδερένιας σκάλας και το άλλο το έσφιγγα εγώ δυνατά. Σε κάθε βήμα τα σκαλοπάτια έτριζαν, κάνοντας την καρδιά μου να χτυπά δυνατά, όπως το παλιό σκαρί όταν χτυπιέται ανελέητα από τα μανιασμένα κύματα. Η σκουριά και η μπογιά είχαν φουσκώσει και μικρά κομμάτια έπεφταν στο έδαφος σαν βροχή. Οι χειμώνες είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους. Κάτω από τα πόδια μας το χάος, πάνω από το κεφάλι μας το φεγγάρι. Καταφέραμε και βγήκαμε στο πλατύσκαλο της ταράτσας. Ξεφύσησα με ανακούφιση. Ένα ελαφρύ αεράκι δρόσιζε τη νύχτα και τα αστέρια φώτιζαν κατά χιλιάδες στον ουρανό. Μετακινούμασταν προσεκτικά, πότε σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά εκστασιασμένοι και πότε χαμηλά διερευνητικά. Κώνοι, τετράγωνα, κύβοι, πυραμίδες, όλα τα σχήματα διάσπαρτα ολόγυρα και κάτω από τα πόδια μας. Κοιτούσαμε τριγύρω, ψαχουλεύαμε, κατασκοπεύαμε, οσφραινόμασταν, ανακαλύπταμε. Μια πόλη πάνω από την πόλη μας.

Σε μια άκρη της ταράτσας παρατημένα μια κουβέρτα στρωμένη στο τσιμέντο, ένα μισογεμάτο μπουκάλι κρασί και δυο ποτήρια. Κάποιοι βιάστηκαν φαίνεται, για καλή μας τύχη, να επιστρέψουν στην πραγματική ζωή. Καθίσαμε πάνω στην κουβέρτα, γεμίσαμε τα ποτήρια και μείναμε να κοιτάζουμε τον έναστρο ουρανό. Καθόταν πλάι μου. Χάιδευε συνεχώς τα μαλλιά της. Μια δεξιά και μια αριστερά. Μιλούσε τραγουδιστά. Άκουγα τα όνειρα της, μοσχομύριζαν μύχιους πόθους και ολοφάνερες επιθυμίες. Σε κάθε της λέξη κυλούσαν ποτάμια ζωής και κύματα αθανασίας. Ένιωθες να ξεχειλίζουν και να πλημμυρίζουν την έρημη ταράτσα. Τα μάτια της έλαμπαν, πετούσαν σπίθες. Άντε να της πεις ότι αυτά τα μάτια θα χρειαστεί στο μέλλον να κλάψουν για να μπορέσουν να μάθουν και να καθαρίσουν.

Ο χρόνος είχε σταματήσει. Αδιάφορο. Όταν ανοίγονται οι ζωές και ξεψαχνίζονται οι ψυχές ποιος σκάει για τον χρόνο. Έριξα το κρασί που είχε μείνει στα ποτήρια και ήπιαμε για τις σκέψεις και τον έρωτα. Χαμογέλασε. Σηκώθηκε. Έκανε μια μικρή υπόκλιση. Όπως οι πριγκίπισσες όταν θέλουν να ευχαριστήσουν τον καβαλιέρο τους, και μου ζήτησε να κλείσω τα μάτια.

Άνοιξα τα μάτια μου ξαφνικά. Τα πάντα τριγύρω σκοτεινά. Δεν έβλεπα τίποτα. Προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι. Πετάχτηκα επάνω και έτρεξα να ανοίξω την πόρτα του μπαλκονιού. Φως! Έβαλα τα γέλια. Τα πάντα μέσα στο δωμάτιο μου ήταν Καλοκαίρι!

 

 

 

 

Σπύρος Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *