Μη με ρωτήσεις πότε ακριβώς συνέβη. Δεν θυμάμαι για να σου πω. Ξέρω μόνο πως ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων χρονών. Άντε το πολύ πέντε. Μια σταλιά νιάνιαρο. Ήταν νύχτα, στην καρδιά ενός ζεστού καλοκαιρού. Την αφορμή την είχα ξεχάσει και μου την θύμισε πρόσφατα η κόρη της. Το ίδιο μεσημέρι είχε ταρακουνήσει την πόλη ένας μεγάλος σεισμός. Από αυτούς που συχνά πυκνά επισκέπτονταν την περιοχή μας. Μέσα στο βάθος της μεσημεριανής ραστώνης και με έναν ήλιο να βαράει ντάλα στο κεφάλι, τα πάντα τριγύρω άρχισαν να χορεύουν απειλητικά. Όλοι έντρομοι πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους. Πού να ξαναμπούν μέσα! Μύριζε ξενύχτι στις πλατείες και στους δρόμους της πόλης.

Η νύχτα όμως προχωρούσε και τα παιδιά έπρεπε να κοιμηθούν. Δεν γίνεται να μείνουν ξάγρυπνα μέχρι το πρωί. Πού να τα βάλει όμως να κοιμηθούν; Μέσα στο σπίτι; Αποκλείεται. Και αν κάνει πάλι σεισμό; Θα τα κοιμίσω έξω στην αυλή. Χάμω στο τσιμέντο. Σύρε να φέρεις τα πράγματα, του είπε. Ο γιούκος στο υπνοδωμάτιό της, στον πάνω όροφο του μικρού δίπατου σπιτιού, επιστρατεύτηκε. Ξεσκεπάστηκε. Κουβέρτες, σεντόνια και μαξιλάρια πήραν το δρόμο για την αυλή. Την μικρή αυλή με το στενό τσιμεντένιο μονοπάτι. Με το ζόρι χωρούσαν μια λεμονιά, μια μανταρινιά, μερικές τριανταφυλλιές φυτεμένες πλάι στα κάγκελα της εξωτερικής μάνδρας και το σκουριασμένο βαρέλι με την γαρδένια. Θα έστρωνε στο μικρό άπλωμα που έβαζε τις καρέκλες σκηνοθέτη με το κλαρωτό πανί-μόδα της εποχής. Τις πολυθρόνες, όπως συνήθιζε να τις αναφέρει. Εκεί καθόταν μαζί του και περνούσε τα απογεύματα της. Σε μια από αυτές περίμενε να με δει, λίγο πριν φύγει.

Ο ένας ανεβοκατέβαινε την ξύλινη σκάλα κουβαλώντας τα πράματα και η άλλη κατασκεύαζε το κρεβάτι έκτακτης ανάγκης. Έστρωσε τις κουβέρτες και πάνω τους έριξε ένα ολόλευκο σεντόνι. Σε λίγη ώρα τα πάντα ήταν έτοιμα. Ξάπλωσε όλα τα εγγόνια στη σειρά και τα σκέπασε με το σεντόνι. Δεν θυμάμαι, ίσως να έγειρε και η ίδια στο πλάι μας. Η νύχτα είχε πια σωπάσει. Το μόνο που ένοιωθες ήταν την δροσιά του καλοκαιρινού μαΐστρου που πάλευε να σβήσει τα πυρακτωμένα τσιμέντα. Και τη γαρδένια να σου σπάει την μύτη.

Ένα βράδυ, πολλά χρόνια μετά, ήρθε το ίδιο ακριβώς συναίσθημα. Ήταν σαν όλη η αγάπη του κόσμου να είχε κρυφτεί μέσα του. Και να σκεφτείς ότι λίγη ώρα πριν το είχε σκάσει σαν τον κλέφτη. Όπως έκανε πάντα. Ξαπλωμένος στον καναπέ, έκλεισα τα μάτια. Μπήκε από την πόρτα του μπαλκονιού, με σκέπασε και με πήρε στην αγκαλιά της. Όπως τότε, στην στρωματσάδα.

 

 

 

Σπύρος Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *