Κάποιο από εκείνα τα καλοκαίρια, που ξεκινούσαν Μάη μήνα, είδωλό μας ήταν ο παππούς. Όχι, όχι, αυτός στην ντουζιέρα της παραλίας που έφερνε μαζί του και τα σαμπουάν (τα οποία χρησιμοποιούσε), ο άλλος, με το μηχανάκι. Ένα κόκκινο τρίκυκλο, απίστευτη εφεύρεση. Πρώτον: Δεν κάνεις πετάλ. Δεύτερον: Έχεις που να βάλεις την τσάντα με τις πετσέτες, τα βιβλία, τα περιοδικά, τα ακουστικά, το ταπεράκι Ελληνίδας μαμάς και… ωχ, ξεχάσαμε πάλι το νερό ρε Μαρία! Φτου!

Εμείς βλέπετε, ανεβαίναμε όλη εκείνη την ανηφόρα του χωριού με τα ποδήλατα, στις δύο το μεσημέρι. Καθώς λοιπόν μας είχε κάψει ο ήλιος κύτταρα του δέρματος -κάπου στη μύτη και τα ζυγωματικά- αλλά και του εγκεφάλου, συζητούσαμε. Άλλες φορές μετανιώναμε (βασικά εγώ μετάνιωνα μονολογώντας) που δεν διαβάσαμε εκείνο το βιβλίο, άλλες φορές είχαμε φαεινές ιδέες για μεταφορικό μέσο (η Μαρία δηλαδή, όσο εγώ γκρίνιαζα για το βιβλίο και ξανα-αποφάσιζα να το ξεκινήσω αύριο), μήπως και πάμε και εμείς επιτέλους για μπάνιο σαν άνθρωποι!

Ένα μεσημέρι που κατεβαίναμε την κατηφόρα για να πάμε να κάνουμε την πρώτη βουτιά, το ένιωσα. Το να πηγαίνεις για μπάνιο με ποδήλατο έχει και τα καλά του. Αν εξαιρέσεις την κοριτσίστικη τσάντα που πέφτει συνεχώς και γέρνεις από τη μία πλευρά. Αρχικά, δεν είναι μόνο το ανέβα αλλά και το κατέβα. Αυτή η ανυπομονησία να μπεις επιτέλους στο παγωμένο νερό και ο χρόνος να χάσει το νόημά του- για λίγο, μέχρι να πεινάσεις. Αυτή η αίσθηση ελευθερίας που ένιωθα κάθε φορά- και ας έγερνε η τσάντα. Η καλή παρέα. Το βιβλίο που θέλαμε να ξεκινήσουμε. Ενώ αν είχαμε τρίκυκλο, τσουπ, θα φτάναμε, τσουπ πάλι θα φεύγαμε.

Ένα μεσημέρι σαν και εκείνα λοιπόν (τα προ ενηλικίωσης), φτάσαμε εξουθενωμένες. Συζητούσαμε αν θυμάμαι καλά για κάτι ζεστές παραλίες στα Ιόνια νησιά από αυτές που δεν συναγωνίζεσαι τον διπλανό για το ποιος θα μπει πρώτος μετά από μισή ώρα. Στρώσαμε τις πετσέτες μας (εγώ την γαλάζια, εκείνη τη φούξια), αφήσαμε κάτω τις τσάντες (εγώ τη γαλάζια, εκείνη τη φούξια) βγάλαμε τις σαγιονάρες (ας μην επαναλαμβάνομαι όμως) και πάνω που πήγαμε να βηματίσουμε προς την ακροθαλασσιά…….

Στεκόταν εκεί, με το καρεκλάκι του, τα ακουστικά του και το βιβλίο του, έμοιαζε γύρω στα 29 και ήταν φανερό πως ζητούσε ηρεμία. Δεν θέλαμε να τον ενοχλήσουμε, μα βλέπετε, ήταν οι μέλισσες. Η Μαρία είχε μια ανεξήγητη φοβία για κάθε τί που μπορούσε να τσιμπάει. Εγώ πάντα γελούσα με την φοβία αυτή. Έτσι λοιπόν, να σου η φίλη να τρέχει μπροστά τσιρίζοντας με μία μέλισσα δίπλα στο αυτί της, να κι εγώ να την ακολουθώ προσπαθώντας να την σώσω και ταυτόχρονα να συγκρατήσω τα γέλια μου (δεν είχε επιτυχία). Σαγιονάρες πετάγονταν από δω, πετσέτες τινάζονταν από κει (ξαφνικά αποφάσισε ότι έπρεπε να πάρουμε τα κουβαδάκια μας και να πάμε σε άλλη παραλία!), πέτρες εκτινάσσονταν (συγγνώμη που δεν ζούμε στις Μαλβίδες κύριε με τα ακουστικά!), γενικώς, εκείνο το πεντάλεπτο ήταν χαοτικό.

Έκλαιγα απ’ τα γέλια καθώς μετακομίζαμε λίγο πιο πέρα. Ο ενήλικας μας κοίταζε με ένα ύφος σαν να βλέπει εξωγήινο, στα χείλη του όμως είχε σχηματιστεί ένα μειδίασμα σαν της Τζοκόντα. Φορώντας τα ακουστικά και μη μπορώντας να διακρίνει το μικροσκοπικό έντομο, υποθέσαμε πως, ξεκάθαρα, του είχαμε φτιάξει τη μέρα.

Το βιβλίο δεν το ξεκίνησα, αλλά δε βαριέσαι, είχα χρόνια μπροστά μου για να πάω σε παραλίες όντας πολυάσχολη έχοντας ακόμα πιο πολυάσχολους φίλους, με τα ακουστικά μου, με το βιβλίο μου, με το καπέλο μου και να βιώσω ένα λίγο διαφορετικό είδος διακοπών.

Το μόνο που δεν άλλαξα είναι η βόλτα με το ποδήλατο. Ανηφόρα- κατηφόρα, κατηφόρα- ανηφόρα, λες και διαφέρει από αυτά που βλέπουμε καθημερινά η διαδρομή αυτή;

Και ενώ ενθουσιάζομαι που επιτέλους θα διαβάσω ακούγοντας μουσική ως την επόμενη βουτιά, θυμάμαι και το άλλο είδος διακοπών, το “μαζί” .

Τότε μού έρχεται το μπαλάκι του τέννις στο κεφάλι. Παίρνω μια ανάσα, χαμογελώ και γλυκά γλυκά- προσπαθώ-  το δίνω στα δωδεκάχρονα κορίτσια που παίζουν ρακέτες λίγο πιο πίσω.

“Έχετε χάρη που φοράω ακουστικά και δεν ακούω τις τσιρίδες!” σκέφτομαι, ενώ κρυφά αναπολώ τηλεφωνώντας στις εργαζόμενες φίλες, να τους πω πως πήγα παραλία τέλη Ιουνίου.

“Ρε συ Μαρία, εκείνο το τρίκυκλο λες να το πάρουμε τελικά;”

#χαχαχαχα, χαζογελάει μόνη της, βλέπει που την κοιτάνε, μαζεύεται και μετά ξεμαζεύεται, γιατί είναι ωραίο να γίνεσαι και λίγο παιδί τα καλοκαίρια, αν και εφόσον περάσεις αλώβητος από τις ανηφοροκατηφόρες σου. Αν βρεις και καλή παρέα, ποιος σε πιάνει!

Καλό καλοκαίρι!

 

 

 

Σταματία Κ.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *