Άλλο ένα ρουτινιασμένο ξημέρωμα για την πόλη.
Εκείνος όμως έχει έρωτα με την αυγή. Σαν αυτόματο μηχανάκι με χρονοδιακόπτη, ξυπνά κάθε ημέρα, πριν αυτή προλάβει να έρθει. Κάθε πρωί, βγαίνει στον κήπο του, στη μικρή γραφική αυλή του. Είναι το μόνο σπίτι μιας άλλης εποχής, σαν ξένο απομεινάρι, ανάμεσα στα σύγχρονα γκρίζα εκτρώματα της γειτονιάς. Παίρνει μια βαθιά ανάσα και ατενίζει τον ορίζοντα. Το σκοτάδι δίνει τη θέση του στο φως. Το άρωμα του αγαπημένου του καφέ, και η νότα από τους κλασικούς του δίσκους στο γραμμόφωνο, επικαλύπτουν τις πρώτες κόρνες, και την οχλοβοή, που δεν αργούν να κάνουν την εμφάνισή τους. Όμως δεν τον νοιάζει. Ακολουθεί τη δική του πορεία.
Κάθε πρωί, φοράει τα παλιά αλλά καλοσιδερωμένα ρούχα του, και βγαίνει στο δρόμο. Έτοιμος να χαρίσει απλόχερα το χαμόγελό του χωρίς αντάλλαγμα.
-«Καλημέρα!» Φωνάζει στη γειτόνισσα του απέναντι πρώτου ορόφου. Εκείνη βλοσυρή και λιγομίλητη, τρέχει να ικανοποιήσει τα θελήματα του αγουροξυπνημένου άντρα της και περιορίζεται σε ένα στιγμιαίο μα και αδιάφορο νεύμα. Δε ζητά να την ακούσει πίσω. Ξέρει πως κάποια στιγμή θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Βάζει στοίχημα, πως κάποια στιγμή, σε μιαν άλλη διάσταση ίσως, η γειτόνισσα θα του προσφέρει το ευωδιαστό γλυκό της μαζί με ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
Λίγο πιο πάνω, σ’ αυτή τη μουντή πολυκατοικία, εμφανίζεται εκείνη. Πάντα θλιμμένη, δεν ξεπορτίζει ποτέ στο μπαλκόνι της. Κάθε πρωί κοιτά το δρόμο, με το μονόχρωμο νυχτικό της, ενώ τα χνώτα της εξαφανίζουν την μυστηριώδη μορφή της, πίσω από το θολωμένο τζάμι.
Κάθε φορά και μια καινούρια εικασία στο μυστήριό του. «Ίσως είναι άρρωστη! Ίσως δεν έχει πιει ακόμα καφέ! Ίσως κάθε ξημέρωμα περιμένει τον ιππότη της πάνω στο άλογο! Αλλά αντί για άλογα αντικρίζει τα άχαρα αυτοκίνητα με τους εκνευρισμένους οδηγούς!»
Ίσως, ίσως, ίσως. «Δεν μπορεί τόση ομορφιά να χάνεται μέσα σε 4 τοίχους!» Άλλο ένα στοίχημα λοιπόν που ζητά εξαργύρωση..
Η μέρα κυλά και ο κόσμος των αντιθέσεων συνεχίζει το φαύλο κύκλο στο μυαλό του. Κάθε άνθρωπος και μία ιστορία. Κάθε ιστορία και μία αντίφαση. Δεν μπορεί. Δε γίνεται να είναι όλα τόσο μουντά. «Αφού εγώ μπορώ να δω την ομορφιά, μπορούν και άλλοι! Δε γίνεται να μην υπάρχουν άλλοι!» μονολογεί επιστρέφοντας στο σπίτι μετά τη δουλειά. Μια δουλειά, που ο καθένας κοιτάζει το ρολόι σαν το μεγαλύτερο εχθρό του. Σαν ένα βασανιστήριο χωρίς τέλος. «Γιατί να έχουμε ρολόγια;» αναρωτιέται σαν πεντάχρονο παιδί που τώρα ανακαλύπτει τον κόσμο.
Επιστρέφει στο μικρό του χαμόσπιτο, χαζεύοντας τα πολυτελή, μα τόσο απρόσωπα διαμερίσματα της γειτονιάς, όπου χτίστηκαν «για καλύτερη ποιότητα ζωής».
«Σπίτι όσο χωρείς, και γη όσο θωρείς. Πόσο δίκιο είχαν οι παλιοί..!» μονολογεί και πάλι επαναλαμβάνοντας το καθημερινό μοτίβο του δικού του μικρόκοσμου. Μια τζούρα από τα αρώματα του κήπου, μια ματιά στον γεμάτο αιθάλη ουρανό, και έπειτα απορροφάται στην αγαπημένη του τζαζ.
Σουρουπώνει. Ίσως το σκοτάδι επιτελέσει την ευχή του. Να σκεπάσει για πάντα αυτά που ο ίδιος αρνείται να δει με τα καταγάλανα μάτια του. Ίσως πάλι, το φως μιας επόμενης ημέρας αποκαλύψει επιτέλους αυτά που εκείνος βλέπει με τα μάτια της ψυχής του.
Είναι αλλόκοτος, μα δεν το βάζει κάτω. Αθεράπευτος, λένε οι παντογνώστες επιστήμονες. Δον Κιχώτης και Μικρός Πρίγκιπας μαζί. Ένας σύγχρονος πρίγκιπας Μίσκιν.

στους ρεαλιστικά ουτοπιστές

https://www.youtube.com/watch?v=pnpSOFR0Bbg

Σπύρος Κουλουμπής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *