Η Ελένη και…της Κρήτης το φαΐ

 

Πρώτο βράδυ στα Χανιά και πάμε σε μια ψησταριά. Πείνα μεγάλη μας έδερνε.

Μας υποδέχονται με μια τσικουδιά και με μια σαλάτα με λάδι και φρέσκια ρίγανη. Μας προσφέρουν και ζεστό ψωμί.

Κι αρχίζουμε τις βούτες.

Ύστερα έρχεται το παλικάρι κι ο κατάλογος.

-Παρακαλώ! Να σας πω ότι για πιάτο ημέρας έχουμε κατσικάκι με σταμναγκάθι και κεμπάπ.

-Το κατσικάκι με το σταμναγκάθι σίγουρα και την κρητική σαλάτα και τη γραβιέρα με το μέλι και το σουσάμι και τα καλιτσούνια και τις πατάτες με τα τηγανητά αυγά και το απάκι και το γαμοπίλαφο και τις κρητικές μπύρες,
τις λύρες.

-Είναι πολλά! Θα τα καταφέρετε όλα αυτά;

-Θα τα καταφέρουμε.

-Εγώ σας προειδοποίησα….

Κι άρχισαν να καταφθάνουν πιάτα, πιατέλες γαβάθες.  Αναστενάζαμε, μα κάτω δεν το βάζαμε.

Όταν πια είδαμε κι απόειδαμε, αφήσαμε τα πιρούνια και ζητήσαμε το γλέντι το κρητικό.

-Έχει χώρο μέσα; ρωτήσαμε το παλικάρι.

-Μιλήσατε με κανέναν;

-Με πολλούς!

-Και;

-Και θα πιούμε τσικουδιές.

-Περάστε, περάστε!

Και περάσαμε μέσα κι οι τσικουδιές έφευγαν και ερχόντουσαν.

Πώς σηκωθήκαμε το άλλο πρωί ακόμα αναρωτιόμαστε.

Και επειδή νομίζω δεν χόρτασαν όχι τόσο οι κοιλιές μας, αλλά οι οφθαλμοί μας, ο δρόμος μάς έβγαλε σε μια ταβέρνα.

Το χωριό λεγότανε Βουλγάρω κι η ταβέρνα Νερατζούλα.

Κι αν περάσετε ποτέ, να μην ξεχάσετε να φάτε ντάκο, ξεροτήγανο, κολοκυθοανθούς, σαρμάδια, μοσχαράκι, τσιγαγιαστό, χαλβά σιμιγδαλίσιο.

Και την ιστορία αυτή την κλείνω με δυο στίχους:

 

Σαν της Κρήτης το φαΐ
πουθενά δεν ηύρα.

Και με άλλους δυο:

 

Και κοχλιούς μπουρμπουριστούς
ακόμη δεν επήρα.

 

 

 

 

Αγία Ρουμέλη, 30-07-2020

 

(οι υπόλοιπες ιστορίες σύντομα στο “Κρήτης ανάγνωσμα”)

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *