Η Ελένη και… μια αναπάντεχη συζήτηση

 

Πότε δύο, πότε έξι έτσι κυλούσε η μέρα. Αλλά δεν θα ξεχάσω μια φορά που θέλησα να καθρεφτιστώ. Βρήκα μια τζαμαρία ενός κλειστού μπαρ και στάθηκα μπροστά. Αντί να με δω, άκουσα μια φωνή να μου λέει:

-Εσύ είσαι;

-Εγώ!

-Δεν σε αναγνωρίζω…

-Εγώ είμαι!

-Ό,τι και να λες δεν είσαι εσύ…

-Γιατί το λες αυτό; Θα μου εξηγήσεις;

-Χάθηκες!

-Ε, μα πώς να μην χαθώ; Αφού είστε κλειστά!

-Δεν το λέω γι’ αυτό. Ξέρεις γιατί το λέω…

-Δεν μπορώ ούτε καν να φανταστώ τι σκέφτεσαι!

-Δεν μπορείς ή δεν θέλεις;

-Αρχίσαμε τα κλισέ;

-Αποφεύγεις τη συζήτηση. Αυτό και μόνο δείχνει ότι φοβάσαι. Φοβάσαι να δεις, Ελένη!

-Τι είναι αυτό που βλέπεις και δεν βλέπω;

-Βλέπω πια ότι δεν κυνηγάς.

-Το κυνήγι είχε απαγορευτεί.

-Ε, καλά δεν σε στείλαμε και για μπεκάτσες!

-Ε, δεν είναι και τόσο ευγενές να ασχοληθώ με τα αγριογούρουνα.

-Ελένη! Σοβαρέψου!

-Δεν είμαι εγώ σοβαρή;

-Αυτό ακριβώς! Τα παίρνεις όλα τόσο σοβαρά…

-Δεν πρέπει;

– Όχι, δεν πρέπει! Χαλάρωσε λιγάκι!

-Αφού με ξέρεις… Όσο και να θέλω δεν γίνεται! Αλλά στάσου, εσύ δεν είπες ότι άλλαξα, ότι δεν με αναγνωρίζεις;

-Καταρχάς εδώ είμαι, δεν φεύγω! Κατά δεύτερον όντως δεν σε αναγνωρίζω.

-Έτσι μου έρχεται να πάρω μια πέτρα και να στην πετάξω!

-Ποτέ δεν θα το έκανες αυτό!

-Πράγματι θα δυσκολευόμουν! Τελικά, θα μου πεις γιατί δεν με αναγνωρίζεις;

-Ψάρι, ε ψάρι! Τσιμπάς πανάθεμά σε πολύ εύκολα. Μην ψαρώνεις, μια χαρά σε βρίσκω. Μέρα δεν πέρασε από πάνω σου. Όπως σε άφησα• γκρινιάρα, περίεργη, ατακαδόρισα.

Φιλάρεσκα χαμογέλασα.

-Ε, ναι λοιπόν! Μέρα δεν πέρασε από πάνω μου κι όταν θα ανοίξεις θα ρθω να πιω τις μπύρες μου!

-Η μέρα αυτή θα αργήσει. Μέχρι τότε κυνήγα ιστορίες. Όλες σου σχεδόν τις ιστορίες, που έχεις πει εδώ μέσα τις έχω ακούσει.

-Εχέμυθη;

-Πάντα.

Αφιερωμένο λοιπόν, στην εχέμυθη τζαμαρία ενός κλειστού μπαρ.

Γιατί…τα μπαρ πολλά ακούν και τίποτε δεν λένε.

Κι έτσι κερδίζουν τους θαμώνες.

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *