Έξω από το μουσείο

Σηκώθηκα από το κρεβάτι, έβγαλα τις πιτζάμες μου και ντύθηκα. Φόρμες, μπουφάν κι ένα παλιό ζευγάρι αθλητικά.

Άνοιξα την πόρτα και έφυγα.

Κατευθύνθηκα όλο εύθεια. Με σκυμμένο το κεφάλι προχωρούσα μέσα στη νύχτα. Φόρεσα την κουκούλα και τυλίχτηκα ακόμα περισσότερο με το κασκόλ. Η μάσκα θόλωνε τα γυαλιά μου και έτσι την κατέβασα κάτω από τη μύτη.

Είχα φτάσει σχεδόν έξω από το μουσείο. Εκεί στα σκαλιά καθόταν ένας άντρας. Μικροκαμωμένος, αδύνατος με τζιν και μαύρο μπουφάν. Τα μαλλιά του ήταν μακριά κι αχτένιστα. Λεπτές τρίχες κάλυπταν το πρόσωπό του. Νωπές από τις σταγόνες της βροχής και την υγρασία. Ίσως να είχε αρκετή ώρα εκεί ή ίσως να είχε μόλις φτάσει. Φαινόταν ανήσυχος.

-Μήπως έχεις ένα τσιγάρο; με ρωτάει.

-Ναι, μισό.

Έβγαλα από τον έναν ώμο το μικρό μου φουξ σακίδιο, το έφερα μπροστά, άνοιξα το φερμουάρ κι άρχισα να ψάχνω για το πακέτο με τα τσιγάρα. Όταν το έπιασα, το έβγαλα έξω, το άνοιξα και άπλωσα το χέρι μου να του προσφέρω ένα.

-Είναι slim, του κάνω και γελάω λίγο.

-Τα καπνίζω κι αυτά. Αναπτήρα έχω, μην ψάχνεις. Εσύ δεν θα κάνεις ένα;

Δεν βιαζόμουν. Μέσα στη σιωπή και την ησυχία φάνταζε η καλύτερη πρόταση. Και εκεί κάτω από τα φώτα των ξάγρυπνων γύρω σπιτιών αποφάσισα να καπνίσω ένα τσιγάρο με έναν άγνωστο.

-Και που λες…Πώς σε λένε για να σπάσουμε έτσι λίγο την αμηχανία;

-Ελένη.

-Και που λες, Ελένη εμένα κάτι τέτοιες βραδιές μου αρέσει να τριγυρνάω μέσα στην πόλη. Περνάω μέσα από τα στενά, κρύβομαι στις γωνιές, μπαίνω σε ακάλυπτους. Καμιά φορά συναντάω και κανένα φιλαράκι. Πίνουμε καμιά μπύρα ή τίποτε άλλο-κατάλαβες- και βρίζουμε το κράτος. Άλλες φορές συζητάμε για γκόμενες και μουσική. Άλλες φορές αράζουμε μόνο.

-Και σήμερα;

-Σήμερα ακόμα δεν πέτυχα κανέναν.

-Και δεν σου αρέσει η ζεστασιά του σπιτιού σου;

-Τα σπίτια είναι μόνο για ύπνο. Και συ γιατί δεν είσαι στο σπίτι σου;

-Ήθελα να βγω έξω, να πάρω λίγο αέρα, να μυρίσω τη βροχή.

-Είσαι ρομαντική.

-Ίσως…Εσύ δεν είσαι;

-Τι ψυχή; Ρε, Ελένη όλα είναι σκατά. Σκατένιοι πολιτικοί, σκατένια ζωή, σκατένιος κόσμος.

-Με τέτοιες σκέψεις δεν βυθίζεσαι;

-Όχι, έχω μάθει να τα γράφω όλα. Κι αν πεθάνω, πέθανα. Μόνο τους δικούς μου σκέφτομαι λίγο.

-Δεν σε αγχώνει τίποτα;

-Τι να με αγχώνει; Τα πάντα και τίποτα. Δεν θα ήταν καλύτερα να τα λέμε όλα αυτά περπατώντας;

-Και δεν φοβάσαι;

-Καλά πλάκα με κάνεις, ρε Ελένη; Ξεπόρτισες, ξεπόρτισα και τώρα θυμήθηκες πως φοβάσαι που σου πρότεινα να πάμε μια βόλτα; Φοβητσιάρα!

-Δεν είμαι…

-Αν δεν είσαι, πάμε!

-Το σκέφτομαι λίγο να κυκλοφορήσω μαζί σου τέτοια ώρα…

-Περισσότερο να φοβάσαι αυτούς με τα φρεσκοπλυμένα πουκάμισα. Από μένα δεν έχεις να κερδίσεις τίποτα, ούτε και να χάσεις. Ξέρεις εμείς που ζούμε έτσι, ξέρουμε να διαβάζουμε τους ανθρώπους. Έχουμε φάει τη ζωή με το κουτάλι. Δεν κάτσαμε σε έδρανα να ακούμε την παπάρα του καθενός. Κάτσαμε σε καφενεία, ψάθινες καρέκλες, παγκάκια, σκαλιά, πλατείες. Είδαμε τοίχους ουρανούς και γράψαμε στίχους.

-Και;

-Θα στα πω όλα περπατώντας.

-Βιάζομαι να μάθω αυτά που έμαθες.

-Αυτά που έμαθα δεν μαθαίνονται σε βιαστικούς ανθρώπους.

-Τι έχουν οι βιαστικοί άνθρωποι;

-Μια ανυπομονησία για το τίποτα.

-Και σε τι αξίζει να είναι κανείς ανυπόμονος;

-Σε τίποτα.

-Και εσύ δεν σκας;

-Σκάω μόνο από τη ζέστη. Τελικά, θα κάνουμε αυτήν τη βόλτα;

-Και πού θα πάμε;

-Θα πάμε κάτω από ένα δέντρο να μαζέψουμε φύλλα…Ρε, Ελένη; Βόλτα στην πόλη θα πάμε!

-Και τι θα δούμε που δεν έχουμε δει;

-Θα δούμε πόσα φώτα είναι ανοιχτά, πόσα παντζούρια είναι κλειστά, θα ακούσουμε…

Και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του πέρασε ένα αυτοκίνητο και σταμάτησε στο πλακόστρωτο έξω από το μουσείο.

-Θα ‘ρθεις;

-Θα μείνω.

-Να μένεις, αλλά να ξέρεις πότε να φεύγεις.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

12 thoughts on “Έξω από το μουσείο”

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *