Μέρες τώρα έχω πιάσει τον εαυτό μου να είναι ιδιαίτερα και αξιοσημείωτα κακόκεφος. Η ζέστη καλά κρατάει ακόμα. Τρώω παγωτά και συνεχίζω να μετρώ πόσα μπάνια μου έμειναν ακόμα, προτού οι μεγάλες χοντρές κρύες μίζερες σταγόνες της βροχής σκοτώσουν το καλοκαίρι.

Έλα όμως, που κάθε μαγαζί σχεδόν αλύπητα και ανελέητα αλλάζει βιτρίνα με φθινοπωρινά ρούχα και παπούτσια. Είναι και τα jumbo που μαζεύουν τα καλοκαιρινά κι όλα τα μπανιερά και κρεμάνε τα σχολικά. Είναι τα φροντιστήρια και αυτοί οι καθηγητές -ανάμεσά τους και γω- που οργιάζουμε να βρούμε ένα μαθητή για να βγάλουμε τον χειμώνα.

Τα λες και ψυχικά τραύματα όλα αυτά.

Τις προάλλες είχα πάρει το τραίνο για να πάω για μπάνιο. Μια μαμά μπροστά μου συζητούσε με άλλη μία μαμά, αν τα παιδιά τους φέτος σκοπεύουν να τα βγάλουν πέρα μόνα τους ή αν θα χρειαστούν βοήθεια. Και αν πρέπει να συνεχίσουν να τα δίνουν φαΐ απ’ το σπίτι για το σχολείο ή αν θα ήταν καλό να αγοράζουν από το κυλικείο σαν όλα τα άλλα παιδιά. Και αν θα έχουν χρόνο να πηγαίνουν να παίζουν μια στο ένα σπίτι και μια στο άλλο. Βοήθεια; Φαΐ απ’ το σπίτι; Παιχνίδι; Ήταν τρεις κουβέντες που έκαναν την καρδιά μου επιτέλους να σφυρίξει χαρούμενα. Ζήτω το Φθινόπωρο! Ζήτω ο Χειμώνας! Βγάζω δυο επαγγελματικές κάρτες από το πορτοφόλι, χτυπάω ευγενικά την πλάτη της μίας μαμάς και λέω:

-Ορίστε, είμαι Φιλόλογος και θέλω να επιστρέψω στα θρανία!

Έπεσαν απ’ το κάθισμα.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *