Άφησα την πλατεία Γεωργίου.

Βρισκόμουν στη Μαιζώνος με κατεύθυνση τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Περπατούσα στο πεζοδρόμιο. Ξαφνικά ένα ξωτικό πετάχτηκε μπροστά μου και τέντωσε το χέρι του. Κρατούσε κάτι. Ήθελε, λέει, να μου κάνει ένα δώρο.

Πώς να αρνιόμουν;

Δώρο είχε καιρό κάποιος να μου προσφέρει. Άσε που ποτέ δεν είχα λάβει δώρο από κάποιον άγνωστο ή έστω από κάποιον θαυμαστή. Τρελαίνομαι για δώρα! Ένιωσα υπέροχα! Η τύχη μού έκλεισε το μάτι. Σαν να είχε μάθει αυτό το ξωτικό ότι χρειαζόμουν ένα φανταχτερό δώρο για τα φετινά Χριστούγεννα και με περίμενε κάπου κρυμμένο για να μου κάνει έκπληξη.

Σκέφτηκα* μάλλον πρέπει να μπω σε κάποιον διαγωνισμό ή πρέπει να πάω απ΄ το μαγαζί για να με ενημερώσουν για τις προσφορές …

Τίποτε όμως απ΄ όλα αυτά.

Ένα δώρο γιατί απολύθηκα, μου είπε. Κι ύστερα με σταθερή φωνή με πρόσταξε σχεδόν να ανοίξω το χέρι μου!

Από πότε άραγε απολύονται τα ξωτικά;

Το έκλεισε στην χούφτα μου.

-Ένα κόκκινο κραγιόν είναι ο μοναδικός τρόπος για να ξεχνάνε τα κορίτσια αυτά που συμβαίνουν, ψιθύρισε και εξαφανίστηκε.

Και γω συνέχισα να περπατάω στο πεζοδρόμιο με το κραγιόν στην τσέπη να μου βαραίνει την καρδιά.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *