Με τον Μίκη Αναστασίου και τον «Λογιστή»

Αυτήν την εβδομάδα καλωσορίζουμε τον συγγραφέα Μίκη Αναστασίου και το μυθιστόρημά του «Ο Λογιστής», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο.

 

¨Είναι πιο εύκολο να πεις δεν θα έρθω απόψε, παρά μην έρθεις απόψε

και λιγότερο σκληρό να πεις φεύγω, παρά φύγε“.

 

-Το έργο σου «Ο Λογιστής» σου χάρισε την υποψηφιότητα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό «Αναγνώστης». Πώς αισθάνεσαι για αυτό;

Μόνο χαρά μπορεί να νιώσει κανείς όταν η προσπάθειά του αναγνωρίζεται από τους άλλους. Γιατί κάθε ανθρώπινο έργο – καλλιτεχνικό ή μη – από τους άλλους εκπηγάζει και στους άλλους εκβάλλει. Το Εγώ, όσο κι αν διακηρύσσει την αυτονομία του, δεν είναι τίποτα χωρίς τους άλλους, δεν είναι καν Εγώ. Είμαστε διά βίου χτυπημένοι με τη σφραγίδα της διυποκειμενικότητας. Χαρά και τιμή, λοιπόν.

 

-Κατά την ανάγνωση του «Λογιστή» ένιωσα ότι παρακολουθώ την ιστορία αυτή στο θέατρο. Σου αρέσει το θέατρο; Σκέφτηκες ότι θα μπορούσε κάποια στιγμή «Ο Λογιστής» να γίνει και θεατρική παράσταση;

Είναι εύστοχη η παρατήρηση. Οι εσωτερικές σκηνές με τους εκτεταμένους διαλόγους και την άγρυπνη, ανακριτικού τύπου, παρακολούθηση των ηρώων μπορούν να ανακαλέσουν την αίσθηση μιας θεατρικής παράστασης. Αυτές οι σκηνές μού επέτρεψαν να φωτίσω τις λεπτομέρειες που θεωρούσα σημαντικές, απλώνοντας τη δράση και τους ήρωες σε έναν χρόνο διεσταλμένο. Η θεατρική εγγύτητα, ωστόσο, επέβαλε ταυτόχρονα και την απόσταση που επιθυμούσα. Οι ήρωες, ως ηθοποιοί ανεβασμένοι στη σκηνή, είναι μπροστά μας, ακούμε την ανάσα τους, και συνάμα ανήκουν σε έναν άλλον κόσμο.

 

-Πώς η επαγγελματική ιδιότητα του κεντρικού ήρωα, του Θανάση, εντυπώνεται στον τρόπο σκέψης και ζωής του; Γιατί δηλαδή, επέλεξες αυτήν την επαγγελματική ιδιότητα;

Ο κεντρικός ήρωας είναι ένας μικρός, ασήμαντος άνθρωπος, τυπικό μέλος της σύγχρονης, εξατομικευμένης αλλά αποπροσωποποιημένης, μαζικής κοινωνίας. Το επάγγελμα του λογιστή, λοιπόν, με τη συμβατικότητα και τους στενούς ορίζοντες του κλιματιζόμενου γραφείου, μου φάνηκε κατάλληλο για τη μέτρια ύπαρξη του Θανάση. Ωστόσο, για να μην αδικούμε τους λογιστές – που στο κάτω-κάτω δεν μας έχουν φταίξει σε τίποτα –, κάθε άνθρωπος, συνεπώς κάθε λογιστής, έχει μια τρύπα στο κεφάλι του απ’ όπου μπαίνει ο κακός αέρας του Όλου ή του μηδενός. Κι αυτό τον κάνει άξιο, έστω και ερήμην του, και για ανώτερες χαρές και βάσανα. Μπορεί, δηλαδή, να γίνει ενδιαφέρων ή αξιαγάπητος παρά την ασημαντότητά του ή ίσως λόγω αυτής.

-Η ατμόσφαιρα που δημιουργείς στον «Λογιστή» είναι ασφυκτική και σκοτεινή. Εσύ στην καθημερινή σου ζωή προτιμάς τα μπαρ-τότε που καπνίζαμε μέσα- ή τις βόλτες μέσα στη νύχτα;

Παντού, ή σχεδόν παντού, μπορείς να βρεις ομορφιά και ενδιαφέρον· όρεξη (και παρατηρητικότητα) να ‘χεις. Το μπαρ μού προσφέρει την τριβή με τους άλλους, που – ευχάριστη ή δυσάρεστη – είναι μοίρα για τον άνθρωπο. Φροντίζω, όμως, να πιάνω στασίδι κοντά στην εξώπορτα, ώστε ανά πάσα στιγμή να μπορώ να βγω για μια βόλτα μέσα στη νύχτα. Αλλά, όπως είπαμε, από τους άλλους δεν γλυτώνεις. Το πιθανότερο είναι στη μοναχική σου περιπλάνηση να πάρεις όλο το μπαρ μαζί σου.

 

-«Ένιωσε ότι έπρεπε να ξεμπερδεύει μια καλή με τον άγνωστο που τόσα χρόνια υποδύεται τον παιδικό του φίλο». Τι είναι για εσένα φιλία και τι πάθος;

 

γιατί το πάθος, όπως και όλα τα κρίσιμα στη ζωή, δεν το επιλέγουμε, δεν το αποφασίζουμε,

αλλά το τρώμε κανονικά στο κεφάλι, σαν πέτρα που έπεσε από τον ουρανό.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης έχει γράψει ότι φιλία είναι η (σιωπηρή) συμφωνία ότι η μία πλευρά συμμερίζεται την αυτοκατανόηση της άλλης· με άλλα λόγια, φίλος είναι αυτός που με βλέπει όπως βλέπω εγώ τον εαυτό μου. Αυτό μπορεί να ακούγεται ψυχρό, δηλαδή άφιλο, αλλά κατά βάθος δεν είναι. Από τους φίλους μας απαιτούμε μια θεμελιώδη κατάφαση στο Εγώ μας, ακόμα κι όταν δεχόμαστε την αμείλικτη κριτική τους. Αλλιώς η φιλία θα τιναχτεί στον αέρα ή θα κακοφορμίσει. Κι αυτή η κατάφαση, που δεν διστάζει να θυσιάσει την αλήθεια για χάρη του φίλου, μπορεί, με λίγη τύχη, να γίνει με τα χρόνια βάλσαμο για την ψυχή του ανθρώπου. Αλλά καλό είναι να μην ξεχνάμε και τα σοφά λόγια του Πασκάλ: «Αν οι άνθρωποι ήξεραν τι λένε οι άλλοι πίσω από την πλάτη τους, δεν θα υπήρχαν ούτε δύο φίλοι στον κόσμο».

Όσο για το πάθος, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παράγεται από το ρήμα «πάσχω». Τόσο ως ένταση και αποχαλίνωση, όσο και ως συμφορά, θέτει σε κίνδυνο την ισορροπία και τη ζωή του ανθρώπου. Και ως τέτοιο έχει ενδιαφέρον, ως γειτνίαση με την καταστροφή και τον θάνατο, ως έξοδος από το ψοφοδεές Εγώ που δεν ξέρει άλλο από την αυτοσυντήρησή του. Δεν μπορεί, συνεπώς, να προταθεί ως δέον (εκτός κι αν εννοούμε το πλαστικό πάθος του καταναλωτικού συρμού) γιατί το πάθος, όπως και όλα τα κρίσιμα στη ζωή, δεν το επιλέγουμε, δεν το αποφασίζουμε, αλλά το τρώμε κανονικά στο κεφάλι, σαν πέτρα που έπεσε από τον ουρανό.

 

 

“Ο Λογιστής” από τις εκδόσεις  Ενύπνιο είναι η πρώτη συγγραφική δουλειά του Μίκη Αναστασίου. Πρόκειται για ένα αστικό μυθιστόρημα “Υπάρχουν κάποια βράδια που δεν προμηνύουν τίποτα ιδιαίτερο. Μια γυμνή λάμπα κρέμεται από το ταβάνι σαν αστέρι δίχως ποίηση καταγαύζοντας μια ασήμαντη κουζίνα με άσπρα, ξεφλουδισμένα ντουλάπια, τα άπλυτα πιάτα πάνω στο νεροχύτη περιμένουν, δίχως να βιάζονται, τη στοργή δύο γυναικείων χεριών, το φαγητό κρυώνει στην κατσαρόλα […] κι ένα ανοιχτό παράθυρο χάσκει στη μαυρίλα του απέναντι τοίχου”. Θέματά του το πάθος, οι αδυναμίες, τα όνειρα, η καχυποψία, η σάρκα, η μοναξιά, η φιλία -όλα πτυχές της ζωής και σημεία ταύτισης καταστάσεων και περιστάσεων.

Κεντρικοί ήρωες είναι ο Θανάσης “διεκπεραίωνε την εργασία του με ευσυνειδησία (αν και χωρίς ιδιαίτερο ζήλο) κι η Μαρία “δεν ήταν πάνω από σαράντα χρονών, αν και έδειχνε πότε μεγαλύτερη, πότε μικρότερη, ανάλογα με τα ρούχα που φορούσε”, που άλλες φορές προκαλούν το μίσος κι άλλες τη συμπόνια. Δεν γίνεται πάντως να μην αγαπηθούν μέσα σε όλες τις μιζέριες τους. Απλοί χαρακτήρες που όλο και κάπου υπάρχουν στα αλήθεια και κατοικούν σε εκείνες τις μεγάλες πολυκατοικίες με τις παλιές πόρτες και τα πολλά διαμερίσματα, όπου το σπίτι τους θα μυρίζει αλκοόλ και τσιγάρο, μονογενεϊκότητα και πάλη.

Η ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει ο συγγραφέας για να περιβάλλει την ιστορία είναι αποπνικτική έως και ασφυκτική, απόλυτα ταιριαστή με τα πάθη και τις αδυναμίες των κεντρικών ηρώων “Αν έχεις κι ένα μπουκάλι βότκα, έστω και μισοτελειωμένο, ακόμα καλύτερα. Το βγάζεις από την τσάντα σου, πίνεις δυο μεγάλες γουλιές, και ζεσταίνεσαι ακόμα πιο πολύ ·  ζεσταίνεσαι βαθιά, ως την ψυχή σου”. “όταν ήμουν μικρή, άρχισε επιτέλους να μιλάει η Μαρία, και με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω, έλεγα διάφορες ανοησίες, αλλά σίγουρα δεν φανταζόμουν αυτό. Όταν είσαι μικρός, δεν ξέρεις ότι υπάρχει κι αυτό. Αν ήμουν μόνη μου δεν θα με ένοιαζε, αλλά έχω ένα παιδί να μεγαλώσω”.

Η ειρωνία, το αδιέξοδο και το σκοτάδι είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του έργου και προσδίδουν ένταση στις σκέψεις και τις πράξεις των ηρώων. Ο Μίκης Αναστασίου μιλά για την πτώση και την άνοδο-όποια κι αν είναι αυτή “είχε την αίσθηση ότι η πραγματική του ζωή δεν έχει ξεκινήσει ακόμα, ότι ζει μια άχαρη περίοδο προετοιμασίας που δεν λέει να τελειώσει”, “ας μείνει λοιπόν στο τώρα, προς το παρόν τουλάχιστον, κι ας χαρεί τη σοφία που του χαρίζει το ποτήρι του, τη σοφία χωρίς αξιώσεις, τη σοφία των πληβείων-σαν χάρη ενός θεού που, παρά τα όσα λένε, δεν αγαπάει τους ανθρώπους, αλλά τις φάρσες”.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με τον Θανάση, λογιστή στο επάγγελμα, γύρω στα σαράντα. Την ώρα που σχολάει κοιτάει έξω από το παράθυρο του γραφείου και παρατηρεί τα διαμερίσματα απέναντι, ώσπου ο ήχος από τα τακούνια μιας γυναίκας που περπατάει “μέσα στη σιωοή του έρημου δρόμου” του αποσπάει την προσοχή και μονοπολεί το ενδιαφέρον “του προκάλεσε έναν παράξενο ερεθισμό, ευχάριστο και συνάμα δυσάρεστο”. Του αρέσει το γυναικείο φύλο. Κι ύστερα ο Θανάσης άναψε ένα τσιγάρο και ήπιε ένα ποτήρι ποτό. Επέπστρεψε σπίτι και την ώρα που θα ανέβαινε τα σκαλιά για να φτάσει στο διαμέρισμά του αντίκρισε ένα “γυναικείο κεφάλι, χωρίς σώμα, με κατάμαυρα μακριά μαλλιά που του χαμογελούσε με καλοσύνη”. Αυτή ήταν η Μαρία που “μεγαλώνει μόνη της ένα παιδί”, που την εγκατέλειψε ο σύζυγός της και “τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο”. Η Μαρία προσκαλεί τον Θανάση να περάσει μέσα και του ζητάει “τετρακόσια ευρώ μέχρι το τέλος της εβδομάδας” γιατί “είναι μεγάλη ανάγκη”. Ντρέπεται που τα ζητάει, αλλά δεν θέλει να φορτωθεί “πάλι στον θείο της”.

Ο Θανάσης υπόσχεται στη Μαρία να της δώσει αυτά τα χρήματα, παρόλο που απολύεται από τη δουλειά του. Ο φίλος του, ο Μάνος δέχεται να του δανείσει ένα ποσό. Η ιστορία περιπλέκεται, όταν ο Θανάσης συνάπτει ερωτικό δεσμό με την Μαρία και μια σειρά από δυσάρεστες αποκαλύψεις κι εξελίξεις ενεργοποιούνται με κορύφωση την προδοσία ανάμεσα σε δύο φίλους “η φιλία έγινε ξαφνικά λέξη κάποιας άγνωστης γλώσσας που τη γνώριζε μόνο το στόμα του”.

Ο Μίκης Αναστασίου με το μυθιστόρημά του “Ο Λογιστής” από τις εκδόσεις Ενύπνιο είναι υποψήφιος για το βραβείο του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό “Ο Αναγνώστης”.

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *