Με τον Γιώργο Χατζελένη και τους Βαλκανευτές

Αυτήν την εβδομάδα καλωσορίζουμε τον Γιώργο Χατζελένη και το ταξιδιωτικό βιβλίο του, Βαλκανευτές, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ενύπνιο.

 

-Πότε πραγματοποιήσατε το road trip στα Δυτικά Βαλκάνια και ποιες χώρες επισκεφτήκατε; Υπήρξε κάποια χώρα που για κάποιους λόγους δεν επισκεφτήκατε;

Το οδοιπορικό στα Δυτικά Βαλκάνια πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 2016 και διήρκεσε δύο βδομάδες. Πρωταρχικό μας μέλημα ήταν να φτάσουμε στο σημείο που η βαλκανική χερσόνησος συνορεύει με την κεντρική Ευρώπη κι από εκεί η κάθοδος μέσα από τα άγρια κι άγνωστα για μας βουνά των Βαλκανίων. Χαράσοντας λοιπόν, τη γραμμή του ταξιδιού μας στον χάρτη, επιλέγαμε αυθαίρετα και τις χώρες που θα επισκεπτόμασταν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διασχίσουμε πόλεις και τοπία από την Αλβανία, το Μαυροβούνιο, την Κροατία, τη Σλοβενία, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, καθώς και το μοναδικό κομμάτι της Ιταλίας που βρίσκεται σε βαλκανικό έδαφος. Συνολικά επισκεφθήκαμε έξι χώρες, οι οποίες αποτελούν το μεγαλύτερο τμήμα των Δυτικών Βαλκανίων. Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, δεν παραλείψαμε κάποια χώρα. Όμως, πιστεύω πως αδικήσαμε την Αλβανία, διότι δεν της αφιερώσαμε το χρόνο που της αναλογούσε. Η ανυπομονησία μας να φτάσουμε εγκαίρως στις Δαλματικές ακτές και να θαυμάσουμε τις ιστορικές και πανέμορφες πόλεις της Αδριατικής θάλασσας, μας ώθησε να διασχίσουμε κάπως βεβιασμένα την Αλβανία προσπερνώντας πανέμορφες πόλεις όπως το Αργυρόκαστρο, το Μπεράτ και το Πόγραδετς. Ίσως επιδιώξω μελλοντικά να επισκεφθώ ξανά τη γειτονική μας χώρα για να εξερευνήσω περαιτέρω τις καλά κρυμμένες ομορφιές της.

-Ποια η άποψή σου για το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα, μιας και στο βιβλίο σου παραθέτεις τις πολιτικές σου απόψεις;

Δεν είμαι αρμόδιος του συγκεκριμένου θέματος για να μπορέσω να δώσω μια ξεκάθαρη απάντηση. Το Μακεδονικό ονοματολογικό ζήτημα είναι αρκούντως πολύπλοκο κι αυτό αποδεικνύεται τόσο από τα βιβλία που έχουν γραφτεί γι’ αυτό, όσο κι από τη σχετική αρθρογραφία, που εμπλουτίστηκε περαιτέρω κατά την περίοδο της υπογραφής της Συμφωνίας των Πρεσπών. Αυτό όμως που μπορώ να επισημάνω είναι πως σε μια γωνιά της Ευρώπης που οι μεγαλοϊδεατισμοί και τα ξένα συμφέροντα προξένησαν κατά συρροή πολέμους (με τελευταίο τον βομβαρδισμό της Σερβίας το 1999) κι εξακολουθούν να πυροδοτούν επικίνδυνες εντάσεις όπως συμβαίνει με το Κόσσοβο, τη Σερβική Δημοκρατία στη Βοσνία Ερζεγοβίνη, τις διενέξεις που υπάρχουν μεταξύ Αλβανών και Βούλγαρων με τη Βόρεια Μακεδονία και φυσικά τις προκλήσεις του Ερντογάν στο Αιγαίο, βρέθηκαν δυο αρχηγοί κρατών που ανέλαβαν το πολιτικό κόστος και πήραν την απόφαση να λύσουν με ώριμο κι ειλικρινή τρόπο ένα επίμαχο και χρόνιο ζήτημα. Το γεγονός ότι αντέδρασαν ταυτόχρονα τα ακροδεξιά ρεύματα και των δύο κρατών φανερώνει κατ’ εμέ πως ο συμβιβασμός της συμφωνίας υπήρξε δίκαιος. Προσωπικά θεωρώ πως είναι προτιμότερο να παραγκωνίζονται κάποιες εθνικιστικές αγκυλώσεις, ώστε να μπορέσουν να στηθούν γέφυρες αμοιβαίας εμπιστοσύνης κι ειλικρινούς συνεργασίας με τις γειτονικές μας χώρες, παρά να διαιωνίζεται το εχθρικό κλίμα, το οποίο πέρα από επιζήμιο, στις μέρες μας έχει γίνει κι επικίνδυνο.

Ζαντάρ

-Για τη συγγραφή του ταξιδιωτικού σου μυθιστορήματος τι είδους βιβλία διάβασες πιο πριν;

Η συγγραφή του βιβλίου διήρκεσε τρία χρόνια. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, διάβασα κάμποσες ιστορικές μελέτες για τους Βαλκανικούς πολέμους και τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους καθώς κι ανταποκρίσεις από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, ώστε να αντλήσω πληροφορίες για τα ιστορικά γεγονότα που συνόδευσαν τις περιπλανήσεις μου στις πόλεις των Δυτικών Βαλκανίων. Παράλληλα, μελέτησα αρκετά ταξιδιωτικά δοκίμια, όπως ο «Δούναβης» του Κλαούντιο Μαγκρίς (Εκδόσεις Πόλις), η «Τεργέστη, η Έννοια του Πουθενά» της Ζαν Μόρις (Εκδόσεις Πάπυρος) κι οι «Δακτύλιοι του Κρόνου» του Βίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ (Εκδόσεις Άγρα). Επίσης ανέγνωσα πολυάριθμα μυθιστορήματα που πραγματεύονταν με τα Βαλκάνια, σταχυολογώντας κι από εκεί πληροφορίες όπως για παράδειγμα «Το Γεφύρι του Δρίνου» του Ίβο Άντριτς (Εκδόσεις Καστανιώτη). Η συγγραφή των «Βαλκανευτών» ήταν μια γόνιμη σύζευξη των εμπειριών, των στιγμών, των σκέψεων και των συζητήσεων που μου πρόσφερε απλόχερα το οδοιπορικό, με το σύνολο των πληροφοριών που συνέλλεξα από τις παραπάνω πηγές.

Μόσταρ

-Ποια στιγμή θυμάσαι εντονότερα από το ταξίδι σου στα Δυτικά Βαλκάνια και γιατί επέλεξες να γράψεις ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα; Τα προηγούμενά σου βιβλία τι θέμα έχουν;

Το ταξίδι μας στα Δυτικά Βαλκάνια επεφύλαξε και στους τρεις μας απρόσμενες συναρπαστικές στιγμές που υπήρξαν έντονα συγκινητικές. Γι’ αυτό τον λόγο, αδυνατώ να διακρίνω μια και μοναδική. Τι να πρωτοθυμηθώ; Την αδιασάλευτη ηρεμία που επικρατούσε στην κορυφή του επιβλητικού φρουρίου στο Κότορ, τα στενά γραφικά σοκάκια με την κυρίαρχη λευκή μαρμάρινη απόχρωση στην παλιά πόλη του Σπλιτ, που ήταν «στοιβαγμένη» εντός του παλατιού του αυτοκράτορα Διοκλητιανού, το τοξωτό γεφύρι του Μόσταρ, το οποίο θαυμάζαμε από τη βεράντα μιας καφετέριας παρακολουθώντας παράλληλα από την οθόνη ενός κινητού την ανατίναξή του στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, την εντυπωσιακά επιβλητική εμφάνιση που μας επεφύλασσαν τα θεόρατα τείχη του Ντουμπρόβνικ, καθώς κατηφορίζαμε από τα κροατοβοσνιακά σύνορα προς τη θάλασσα, την ομίχλη που προσπαθούσε ανεπιτυχώς να σκεπάσει τις πληγές του πολέμου στα κτίρια του Σαράγεβο ή τις περιπλανήσεις μου τόσο στην προκυμαία όσο και στη μαγευτική πλατεία της ομορφότερης κατ’ εμέ πόλης του ταξιδιού, της Τεργέστης; Όλες αυτές οι στιγμές που αντικρίσαμε, βιώσαμε και μας αιχμαλώτισαν, μου ανασκάλευσαν την επιθυμία να γράψω για το οδοιπορικό μας στα Δυτικά Βαλκάνια. Το τέταρτο βιβλίο μου διαφέρει από τα προηγούμενα, τα οποία καταπιάνονται με διαφορετικά θέματα. Στο πρώτο μου βιβλίο, «Καθημερανοητότητα» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), ο ήρωας προσπαθεί να καταπιαστεί με έναν δίαυλο δημιουργικής έκφρασης, ώστε να προσδώσει κάποιο νοηματικό βάρος στην καθημερινότητά του. Στο δεύτερο βιβλίο μου, «Βαλκανεύοντας» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), ο ήρωας αναγκάζεται να μεταναστεύσει στο εξωτερικό, για να δραπετεύσει από την οικονομική κρίση και τον αξιακό μαρασμό. Στην απόφασή του αυτή, σχεδιάζει ένα μοναχικό ταξίδι διατρέχοντας σε πέντε πόλεις (Στρασβούργο, Μιλάνο, Βουδαπέστη, Βελιγράδι και Θεσσαλονίκη), προσπαθώντας να ψηλαφήσει τον εαυτό του και να πειστεί πως κατέληξε στην ορθή απόφαση να εγκαταλείψει την παλιά του ζωή, τους φίλους του και την Ελλάδα. Στο τρίτο μου βιβλίο, «Εντεύθεν» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη), καταπιάνομαι με τη Μνήμη και τη Λήθη. Ο ήρωας επισκέπτεται τον γενέθλιο τόπο του, για να μελετήσει κάποια αρχεία σχετικά με τον δοσιλογισμό στο νησί του κατά την περίοδο της Κατοχής. Μελετώντας όμως παλιά ντοκουμέντα, συνειδητοποιεί πως ενώ έχει ασχοληθεί με ζέση με τη γενική ιστορία του τόπου του και της χώρας του, παράλληλα έχει αδιαφορήσει αδικαιολόγητα για την ιστορία που κουβαλούν τα αγαπημένα οικογενειακά του πρόσωπα. Αυτό έχει αποτέλεσμα, η μελέτη που πραγματοποιεί για την περίοδο της Κατοχής στη Χίο, να καταστεί αφορμή να καταγράψει τις εμπειρίες του παππού του και της γιαγιάς του ανατρέχοντας σ’ εκείνη τη σκοτεινή περίοδο. Μ’ αυτόν τον τρόπο, θεμελιώνει μια ουσιαστική εγγύτητα με τους δικούς του ανθρώπους και συνάμα χρήζεται φύλακας των πολύτιμων αναμνήσεών τους.

Τεργέστη

 

-Μια ρήση λέει «Αν δεν περπατήσεις έναν τόπο, δεν τον μαθαίνεις». Και αυτό πραγματικά το τηρείς ευλαβικά. Το επόμενό σου ταξίδι λοιπόν, θα είναι…

Μα ένας τόπος αποκαλύπτεται μόνο σε όσους θυσιάζουν τα πόδια τους κι ενίοτε τα υποδήματά τους. Οι πόλεις ξετυλίγονται σαν βεντάλια μέσα από τις περιπλανήσεις στα σοκάκια των γειτονιών τους και στις κεντρικές αρτηρίες με τα μουσεία και τα αξιοθέατά τους. Όσο για τους επικείμενους προγραμματισμούς μου, πάντα εμπεριέχουν κάποια εξόρμηση σε μια άλλη χώρα ή σε έναν καινούριο τόπο. Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος προορισμός που να με ελκύει αυτή τη στιγμή, αλλά μια εκτεταμένη λίστα προορισμών, μια λίστα που όσο περνάνε τα χρόνια επιμηκύνεται ασταμάτητα. Σίγουρα θα ήθελα να περιπλανηθώ ξανά στα Βαλκάνια και συγκεκριμένα στη Σόφια, διότι δεν της έδωσα την ανάλογη σημασία την πρώτη φορά που την είχα επισκεφθεί.

 

 

Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει.

“Τότε τυχερός που τον μοιράστηκα μαζί σας.”

Ο Γιώργος Χατζελένης με καταγωγή από την Χίο και κάτοικος Αθήνας βρίσκεται σε ένα τσιπουράδικο μαζί με τους φίλους του, τον Γιάννη και τον Σπύρο. Προβληματισμένος ο Γιώργος από την έντονη και πολύβουη καθημερινότητα προτείνει στους φίλους του να κάνουν ένα ταξίδι με το αυτοκίνητο. Προορισμός τα Δυτικά Βαλκάνια, Αλβανία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κροατία, Μαυροβούνιο, Σλοβενία. Οι φίλοι συμφωνούν και κάθε Τετάρτη δίνουν ραντεβού στο στέκι τους μέχρι να σχεδιάσουν και την τελευταία λεπτομέρεια του ταξιδιού τους με μια έκτακτη προσθήκη της Τεργέστης, πόλη της Ιταλίας κοντά στα σύνορα με τη Σλοβενία.

Θα περιπλανηθούμε σε πέντε χώρες, λέγαμε γεμάτοι χαρά και πιανόμασταν ο ένας από τον ώμο του άλλου. “Στην περιπέτειά μας!” φωνάζαμε ζαλισμένοι κάθε φορά που τσουγκρίζαμε τα ποτήρια. Έκτοτε οι Τετάρτες απέκτησαν άλλο νόημα. Μαζευόμασταν στο ίδιο στέκι κι οργανώναμε το πρόγραμμα του ταξιδιού. Χαράζαμε πάνω στον χάρτη τις ημερήσιες εκδρομές, ενώ εγώ αναζητούσα πληροφορίες για τις πόλεις, τα μνημία και τα τοπία που θα συναντούσαμε στο διάβα μας.

Κάπως έτσι ξεκινάει το ταξιδιωτικό βιβλίο του Χατζελένη που πλέκει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τον διάλογο με την περιγραφή και την εξιστόρηση σημαντικών ιστορικών και πολιτικών γεγονότων που σημάδεψαν τα Βαλκάνια.

Και τότε, σαν να το είχαμε κάνει από καιρό πρόβα, τραγουδήσαμε και οι τρεις με δυνατή φωνή “Δεν είναι εδώ Βαλκάνια σου το ‘πα…”, κάνοντας τους οδηγούς των διπλανών αυτοκινήτων να μας κοιτούν έκπληκτοι. “Στα χέρια σου, αφήνω το τιμόνι”, συνεχίζαμε εγώ κι ο Σπύρος προς τον Γιάννη “κι η πιο μεγάλη νύχτα ξημερώνει”, συμπλήρωνε εκείνος κοιτώντας συνεχώς μπροστά.“Εδώ είναι παίξε, γέλασε και σώπα…”.

Οι τρεις φίλοι, στο εξής οι Βαλκανευτές, ξεκινούν ευδιάθετοι και πολύ καλά οργανωμένοι από την Αθήνα για να εξερευνήσουν και να ανακαλύψουν το επίκεντρο της ευρύτερης παγκόσμιας πολιτικής. Επισκέπτονται Αργυρόκαστρο, Δυρράχιο, Σκόδρα, Κότορ, Μπούντβα, Πέραστ, Ντουμπρόβνικ, Όμις, Σπλιτ, Ζαντάρ, Ριέκα, Πούλα, Ρόβινι, Κοπέρ, Τεργέστη, Μιραμάρε, Ντουίνο, Λίμνη Μπλεντ, Λουμπλιάνα, Νόβο Μέστο, Ζάγκρεμπ, Μπάνια Λούκα, Γιάιτσε, Σαράγεβο, Μόσταρ, Μπλάγκαϊ, Άγιος Στέφανος, Ντούρμιτορ, Ποντγκόριτσα, Τίρανα.

Το ανοιξιάτικο αεράκι που ερχόταν από τη θάλασσα μας έσπρωξε απαλά προς τον θεόρατο πύργο Μιντσέτα, ο οποίος είναι και το ψηλότερο σημείο των οχυρώσεων. Από τις πολεμίστρες του η πόλη έμοιαζε σαν μια πελώρια ανθοδέσμη με τριάνταφυλλα ίδιας απόχρωσης αλλά διαφορετικού τονισμού. Αρκετές σκεπές είχαν το έντονο κόκκινο χρώμα του κεραμιδιού ενώ άλλες, κυρίως αυτές που βρίσκονταν κοντά στη θάλασσα, είχαν μια πιο ξεθωριασμένη όψη. Ο Γιάννης μας έδειξε την απότομη πλαγιά του βουνού που κατέληγε στα προάστια του Ντουμπρόβνικ, και μας εξήγησε πως από εκεί ψηλά το πυροβολικό του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού βομβάρδιζε για επτά μήνες την πόλη. Οπότε τα σπίτια που είχαν καινούριες σκεπές ήταν κι αυτά που είχαν καταστραφεί ολοσχερώς.

Άρχες της Άνοιξης με το αυτοκίνητό τους περνούν και σταματούν σε παραπάνω από τριάντα περιοχές. Το τοπίο αλλάζει συνεχώς, η βροχή τούς βρίσκει στα καλά καθούμενα και οι άνθρωποι που συνομιλούν-τυχαία ή για χάρη της ιστορίας- έχουν ακόμα αποτυπωμένο στο πρόσωπό τους τον φόβο για αναταραχές. Οι Βαλκανευτές κάνουν συνολικά 4.730 χιλιόμετρα! Αλλού ξαποσταίνουν για λίγο και αλλού διαμένουν έστω για ένα βράδυ για να μπορέσουν να συνεχίσουν την επόμενη ημέρα και να ολοκληρώσουν τον στόχο τους. Ανάμεσα σε καφέδες, μπίρες και γεύματα συζητούν για τη θρησκεία, τη φυλή, τα έθνη, την κουλτούρα, τα έθιμα, την αριστερά, την ελευθερία, τα σύνορα.

Πόσο δύσκολη κάνουν τελικά τη ζωή μας  αυτά τα σύνορα και πόσο πόνο προκαλούν; Για ποιον λόγο εκατομμύρια άνθρωποι σκοτώνονται γι’ αυτές τις γραμμές άλλες φορές υπερασπίζοντάς τες κι άλλες φορές προσπαθώντας να επεκταθούν πέρα από αυτές; Θυσιάζονται για γραμμές που ποτέ δεν έχουν μείνει σταθερές πάνω στον χάρτη.

Ο συγγραφέας πολλές φορές νιώθει την ανάγκη να απομονωθεί για να σκεφτεί και να γράψει. Θυμάται στίχους, ταινίες και παλιότερες συζητήσεις, ενώ από τον νου του ποτέ δεν φεύγει το Αιγαίο και το νησί του. Του αρέσει να φυλακίζει στον φακό τη φύση, τα μνημεία, τα κτίρια-αρκετά από αυτά τρυπημένα και τραυματισμένα από σφαίρες-, τους περαστικούς, τα γκράφιτι των πόλεων. Για αυτό και το βιβλίο του συνοδεύεται κι από ασπρόμαυρες φωτογραφίες, οι οποίες χαρίζουν ζωντάνια στις περιγραφές του.

 

“Οι Βαλκανευτές” είναι ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα 529 σελίδων για τα Δυτικά Βαλκάνια, όπου η προσωπική εμπειρία δένει με την περιήγηση. Θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθεί κι ως οδηγός. Όχι φυσικά, με την έννοια του παραδοσιακού οδηγού, εκείνου με τα προτεινόμενα εστιατόρια και καταλύματα, αλλά με την έννοια του ανορθόδοξου oδηγού, εκείνου με τις πιο αξιομνημόνευτες πληροφορίες για έναν τόπο υπό το πρίσμα του βιώματος και της μαρτυρίας.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *