“Εκτός σχεδίου πόλεως”:  Οι περιπέτειες ενός κοριτσιού που ήθελε να καταφέρει να πάρει ποδήλατο

 

 

 

“Σιγά μην γινόμουν σαν την Κωστούλα,

να κεντάω, να διαβάζω Άρλεκιν

και να με λένε ανόητη…”

 

Το “Εκτός σχεδίου πόλεως” (2022) είναι το πρώτο βιβλίο της Εύας Αραμπατζή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τύρφη. Πρόκειται για μία νουβέλα, η οποία απευθύνεται τόσο σε ενήλικες όσο και σε έφηβους αναγνώστες.

“Καμιά φορά, τα βράδια που ξεμέναμε στην αλάνα, μαζευόμασταν και λέγαμε διάφορες ιστορίες για φαντάσματα και πεθαμένους και συζητούσαμε για το πρόβατο.”

Κεντρική ηρωίδα του διηγήματος είναι ένα κορίτσι που μεγαλώνει, από Ε’ θα πάει Στ΄Δημοτικού και που μένει σε μια παλιά μονοκατοικία μαζί με την εργαζόμενη μητέρα και τον αδερφό της. Ο πατέρας λείπει για δουλειά στο εξωτερικό, ενώ η γιαγιά (μητέρα της μαμάς της) συμπληρώνει το κενό-όπως συμβαίνει σε κάθε παραδοσιακή ελληνική οικογένεια- με τις εναλλάξ επισκέψεις και φιλοξενίες της κι ασχολείται με χαρά με την ανατροφή των παιδιών. Μάλιστα, η γιαγιά φαίνεται να έχει λίγη μεγαλύτερη αδυναμία στην εγγονή της, και μάλλον τα συναισθήματα είναι αμοιβαία, τα οποία εκφράζονται μέσα από τον αγωνία για τον φόβο του θανάτου. Τα κύρια πρόσωπα της νουβέλας δεν κατανομάζονται, όπως συμβαίνει με τους άλλους χαρακτήρες (Κωστούλα, Φούλη, Σάββας, Γαρουφαλλίδης, Δημητράκης, κυρά Σοφία, Μαρούλα), αλλά διατηρούν την ανωνυμία τους δημιουργώντας την αίσθηση της οικειότητας και της ταύτισης.

“Μερικές φορές, κυρίως όταν ήταν Παρασκευή και την άλλη μέρα δεν είχα σχολείο, το μεσημέρι μετά το μάθημα δεν γυρνούσα σπίτι μου, αλλά πήγαινα και έμενα στο σπίτι της γιαγιάς μου, που ήταν στην άλλη μεριά της πόλης, σε κανονική γειτονιά.”

Δίπλα από την παλιά μονοκατοικία της ηρωίδας υπάρχει ένα συνεργείο, πράγμα που προσδίδει έναν συνοικιακό χαρακτήρα στη γειτονιά σε συνδυασμό με την ύπαρξη του χωματόδρομου. Ο δρόμος δεν έχει ακόμα ασφαλτοστρωθεί και φυσικά δεν υπάρχουν πεζοδρόμια-ευτυχώς για το ζωηρό κορίτσι! Η ηρωίδα μεγαλώνει σε μία καθαρά ελληνική επαρχιακή πόλη, που θα μπορούσε να είναι όχι μόνο η Κοζάνη, αλλά και κάθε άλλη ελληνική μικρή πόλη, όπου ακόμη δεν έχει πλήρως επεκταθεί και κατά συνέπεια, ενταχθεί σε ένα εγκεκριμένο πολεοδομικό σχέδιο.

“Η μάνα μου έλεγε καμιά φορά ότι θα μου μείνει σημάδι για πάντα. Μετά έλεγε ότι αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στο τι θα μπορούσα να είχα πάθει όταν έπεσα μέσα στα χωράφια, τότε που έσπασα το πόδι μου, και το ότι είμαι ακόμα ζωντανή είναι που στη γειτονιά δεν έχουμε πεζοδρόμια και κράσπεδα. Οι αλάνες στην περιοχή μας είναι όλο χωματόδρομους και ο μόνος κανονικός δρόμος με άσφαλτο και με όνομα οδού και πινακίδα είναι εκείνος που περνάει από τη μέση σχεδόν της γειτονιάς και πηγαίνει μέχρι την πλατεία, στο κέντρο.”

Ο τόπος δράσης και επομένως, η μη ανώτερη αστική καταγωγή-η λεγόμενη μπουρζουαζία εκ γενετής ή και εκ φαντασιοπληξίας, η οποία επισκιάζεται πια λόγω της ανόδου του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος και γενικότερα της αμφίσημης οικονομίας- χαρίζει και τον παιγνιώδη, ελαφρώς περιπαικτικό τίτλο στη νουβέλα, “Εκτός σχεδίου πόλεως”. Κι αυτό η συγγραφέας το αφήνει να φανεί μέσα από τις απόψεις και τις συμπεριφορές των μεγαλύτερων, καθώς και μέσα από τις σχέσεις που αναπτύσσει η ηρωίδα με τους γονείς και τα παιδιά άλλων κοινωνικών τάξεων.

“Κάποια στιγμή (στο δικό μου πάρτι), και ενώ έπαιζε η μουσική από το κασετόφωνο, ακούστηκε από τον δρόμο ο ήχος μιας κόρνας που βαρούσε ασταμάτητα. Βγήκα στην αυλή και είδα τη Μαρία την καινούρια να κάθεται στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του μπαμπά της. Μόλις με είδε, άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Ο μπαμπάς της κατέβασε το τζάμι του παραθύρου και μου είπε αγριεμένα: “Άκου να σου πω, κορίτσι μου, να μάθεις να μη λες ψέματα ότι κάθεσαι σε βίλα. Κάναμε μια ώρα να βρούμε πού είναι η βίλα σας.”

Η ηρωίδα προέρχεται από τα εργατικά στρώματα. Οι ενήλικες με τους οποίους συναναστρέφεται κι αλληλεπιδρά εκφράζουν τον απλό μέσο και λαϊκό άνθρωπο. Αγωνίζονται για την επιβίωσή τους, συγκρούονται εσωτερικά και εξωτερικά με προβλήματα και καταστάσεις, που δημιουργούνται λόγω των συνθηκών και των παλιότερων βιωμάτων τους. Η μόνη διέξοδος για την ηρωίδα είναι η παιδεία και η μόρφωση-που συμβολικά δίνεται μέσα από την απόκτηση ενός ποδήλατου, ενός μέσου για ελευθερία και ανεξαρτησία. Αυτά τα δύο σημαντικά εφόδια η οικογένειά της φροντίζει να της τα εμφυσήσει από πολύ μικρή ηλικία. Η ηρωίδα δεν είναι άριστη μαθήτρια στο σχολείο, αλλά ούτε και κακή. Παρακολουθεί μαθήματα Αγγλικών, διαβάζει Μίκυ Μάους, παίζει, γελάει. Είναι σκανταλιάρα και ζωηρή και παρά την έμφυλή της ταυτότητα, μεγαλώνει ως παιδί κι όχι ως κορίτσι απαρέγκλιτα. Φίλοι της αγόρια και κορίτσια.

“Το καλοκαίρι εκείνο ήταν πολύ ωραίο και δεν ήθελα καθόλου να τελειώσει, γιατί είχα μόνο ένα χρόνο ακόμα στο Δημοτικό και μετά θα πήγαινα Γυμνάσιο. Και εκεί τέρμα τα ψέματα, που έλεγε και η μάνα μου. Στο Γυμνάσιο έχει κανονικούς βαθμούς, διαγωνίσματα και διαφορετικούς καθηγητές για κάθε μάθημα.”

Το “Εκτός σχεδίου πολέως” είναι γραμμένο σε α’ πρόσωπο. Η αφηγήτρια συμμετέχει στα γεγονότα βλέποντας και κατανοώντας τα πράγματα μέσα από τη δική της οπτική γωνία και δρα με την αθωότητα, τον παρορμητισμό και την αφέλεια της προεφηβικής ηλικίας, εκείνης της ηλικίας που παρατηρούνται σημαντικές αλλαγές σε σωματικό, ψυχολογικό και κοινωνικό επίπεδο. Ο χρόνος των γεγονότων και της αφήγησης μπορεί να τοποθετηθεί γύρω στα μέσα του ’80. Κι αυτή η χρονική ένταξη είναι κύριο δομικό και κατ΄ επέκταση ερμηνευτικό συστατικό της ιστορίας. Μια ιστορία με θέμα τις περιπέτειες -άλλοτε χιουμοριστικές κι αστείες κι άλλοτε σκοτεινές και δυσάρεστες- και τις προσπάθειες της κεντρικής ηρωίδας να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο συμπληρωματικά κι απόλυτα αντίθετα, στο λευκό της χαράς και της αισιοδοξίας και στο μαύρο του πειρασμού και του κινδύνου.

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *