Μαίανδροι

Την ρώτησαν αν κάποτε ονειρεύτηκε έναν ήλιο
Με τα πυρόξανθα μαλλιά πάνω στο άρμα του
Αν ονειρεύτηκε ίσως σκαλοπάτια φιλντισένια
Μανδύες μεταξένιους χρυσοποίκιλτους
Μα εκείνη πήγαινε από ψίθυρο σε ψίθυρο
Να μη σωπαίνουν τα νερά, να μη σωπαινουν τα πουλιά
Έριχνε βλέμμα τρυφερό στα δύο της φίδια
Ένα τριγυρισμενο στον μηρό, ένα στο μπράτσο
Έφτιαχνε μαίανδρους στο χώμα με τα δάχτυλα
Σαν ήταν σιωπηλή, κι άλλοτε σπείρες
Και κύκλους χορευτούς της γης να μοιάζουν
Σαν άναβαν αστέρια μες στα μάτια της
Με μιαν ανάσα φως στ’ ανήλιαγα σκορπούσε
Κι έδενε πάντα στο φεγγάρι μια κλωστή
Κι έτσι έγνεθε τον χρόνο, και τον τύλιγε
Για να φυλάει τη ζεστασιά μέσα στον κόρφο της.

 

Κάσσυ Μαρτινάκη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *