1) Πολλά άτομα στο τσιπουράδικο, πολλή βροχή, μπλούζες που έφταναν ως τα αυτιά, πλεχτές. Πολύς καπνός, πολλές ομιλίες κι όλοι έπιναν πενηνταράκι κι έλεγαν πώς μέσα είχαν βάλει λύπες και χαρές, όνειρα και εφιάλτες. Κανένας δεν έπινε χωρίς. Τα καπάκια των μπουκαλιών έμεναν ανοιχτά για να ανασαίνουν. Ώσπου να περάσει το μισάωρο, ξεψυχούσαν.

2) Οι λύπες και οι χαρές, τα όνειρα και οι εφιάλτες κλείστηκαν μέσα στο μπουκάλι. Όλα μαζί. Άλλα γυμνά κι άλλα ντυμένα, άλλα καθαρά κι άλλα ιδρωμένα. Άλλα ήταν 18, άλλα 25, άλλα 32, άλλα 49. Ανέπνεαν και ξεψυχούσαν όλο το βράδυ που ‘βρεχε. Η βροχή αγαπάει τα πάντα και τα φιλάει ένα ένα ξανά και ξανά.

3)Εκεί που ξεψύχησε ένα πενηνταράκι στο τελευταίο τραπέζι πίσω πίσω, ετοιμαζόταν να αφήσει την ανάσα του ένα άλλο. Το στόμα του θα μύριζε γλυκάνισο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *