Ώρα 08. 28 πμ

Σήκω, φώναζε μια φωνή μέσα μου, σήκω να πας να πάρεις ψωμί!  Αργά αργά τεντώθηκα, ετοιμάστηκα και όπως κάθε νοικοκύρης, που σέβεται τον εαυτό του, έψαξα να βρω τα κλειδιά μου. Πού στο διάολο τα έχω αφήσει πάλι, μουρμούρισα. Ύστερα από κάμποση ώρα, κρατώντας τα κλειδιά , ανοίγω την εξώπορτα και τρώω μια τουβλιά όλη δική μου! Δεν πιστεύω στα μάτια μου με αυτό που βλέπω ή καλύτερα με αυτό που δε βλέπω. Εδώ την είχα αφήσει χθες βράδυ. Άφαντη. Προσπαθώ να βάλω τάξη στο μυαλό-αυτό που είχα. Αταξία μεγάλη, χάος! Πήγα για τσιγάρα, πήγα για τα εισιτήρια, μετά γύρισα. . .  Το κέρατό μου, πού είναι;  Να πάρω την αστυνομία άμεσα.

-Άμεση Δράση, παρακαλώ περιμένετε.

Μπιπ, μπιμπ, μπιπ. Όλα σε μένα, όλα σήμερα, άντε λοιπόν, απάντα! Τίποτα. Γρηγορότερα έρχεται η πίτσα σπίτι σήμερα παρά η Αστυνομία, είχε γράψει κάποιος. Κλείνω το τηλέφωνο. Φεύγω με τα πόδια. Πώς αλλιώς; Δεν ξέρω πού πάω αλλά και να ήξερα, σιγά μην πήγαινα, είχα χαθεί.

-Ο παλιατζής, ο παλιατζής ήρθε στη γειτονιά σας, ακούστηκε δυνατά δίπλα μου.

Όλα απέναντί μου. Τρώω φλασιά, στο μυαλό που δεν είχα. Στην ψησταριά, εκεί την είχα ξεχάσει χθες βράδυ. Γύρισα με τα πόδια , το θυμάμαι. Το μυαλό επιστρέφει αργά αλλά σταθερά στο φυσικό του χώρο. Τρέχω με τα πόδια, πήγα προς τα εκεί. Την είδα. Με κοίταζε λυπημένη, πήγα κοντά της, δε μίλησε, δεν είπαμε κουβέντα!

-Παλιές κουζίνες ,παλιά βαρέλια και παλιά καλοριφέρ!

Όμορφη πόλη, φωνές μουσικές, απέραντοι δρόμοι, κλεμμένες ματιές, φώναξε το τηλέφωνό μου. Το σήκωσα.

-Παρακαλώ;

-Άμεση Δράση, μας καλέσατε;

-Εγώ; Πότε; Αααα, ναι! Όλα εντάξει κύριε, άκυρο.

Έκλεισα το τηλέφωνο, την χάιδεψα, χρειάστηκε λίγος χρόνος, τα βρήκαμε. Την έβαλα μπρος κι έφυγα τρέχοντας να πάω να πάρω . . .Τι ήθελα να πάρω; Ε, τι ήθελα να πάρω;

-Παλιές μηχανές και παλιά ποδήλατα, ακούγεται πάλι ο παλιατζής.

Τσιγάρα έχω, εισιτήρια έχω. Αααα, θυμήθηκα! Ψωμί. Και να θυμηθώ* μετά να φύγω μαζί της.

 

 

 

No man’s land

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *