Περίμενα μεγάλη βροχή.

Αντί για ομπρέλα πήρα το αυτοκίνητο. Δεν έκανα πολύ για να φτάσω. Περίπου δέκα λεπτά. Ευτυχώς είχε κι άπλετο χώρο. Κι έτσι τσακ μπαμ πάρκαρα! Κατέβηκα απ΄τ’ αυτοκίνητο και το κλείδωσα. Προχώρησα λίγο και έφτασα μπροστά απ΄ την πόρτα του παιδιού, που είχα μάθημα.

Χτύπησα το κουδούνι, μου άνοιξαν. Μπήκα και όπως πάντα χαιρέτησα. Έβγαλα το μπουφάν, κρέμασα την τσάντα, κι αρχίσαμε το μάθημα.

Είπαμε για τα χαρακτηριστικά των δημοτικών τραγουδιών, για την αντικατάσταση του α΄ προσώπου με το γ’ σε ένα μοιρολόι, για τη γλώσσα και την κοινωνικοποίηση, για τα συνώνυμα και τα αντώνυμα, για τις κινήσεις του Λυσάνδρου μετά τη νίκη του στους Αιγός Ποταμούς, για τις ομόρριζες λέξεις, για τη γραμματική, το συντακτικό μπλα μπλα . . . Και το κλασικό, καθολικό, αξεπέραστο, διαχρονικό όλων των μαθητών* γιατί μας βασανίζετε έτσι, δεν μας λυπάστε, ειπώθηκε για ακόμη μία φορά. Τόνισα πως πρέπει να κάνει κουράγιο και πως σε λίγο θα εξαφανιστώ. Αναθάρρησε κάπως και συνεχίσαμε. 

Όταν τέλειωσε η ώρα, φόρεσα το μπουφάν, πήρα την τσάντα, χαιρέτησα κι έφυγα όπως πάντα. Προχώρησα λίγο κι έβγαλα το κλειδί απ΄ την τσέπη, αλλά το αυτοκίνητο δεν ήταν πουθενά. Έκανα μία το δρόμο πάνω, έκανα άλλη μία το δρόμο κάτω, αλλά το αυτοκίνητο δεν ήταν πουθενά. Αλήθεια, δεν ήταν πουθενά! Ω, Χριστέ!

Μπήκα σ΄ ένα μαγαζί και ρώτησα, αν άκουσαν τίποτα περίεργο. Μου είπαν πως όχι. Και τότε εγώ τους εξέφρασα τους φόβους μου, ότι δηλαδή, κάποιος μου είχε κλέψει το αυτοκίνητο. Κι αυτοί δεν πίστευαν στα αυτιά τους, μιας και η γειτονιά τους είναι πολύ ήσυχη. Μετά το πρώτο τους σοκ, εγώ δεν το είχα ξεπεράσει,-και μην τρελάθούμε τώρα δεν ξεπερνιέται τόσο απλά το σοκ, αν σου κλέψουν το αυτοκίνητο- μου είπαν να καλέσω την αστυνομία, τώρα που είναι ακόμα νωρίς.

Και πώς να την καλέσω; Μέσα στη φούρια μου να φύγω απ΄ το σπίτι μου και σκεφτόμενη, αν θα έπαιρνα ομπρέλα ή αυτοκίνητο, ξέχασα και το κινητό. Το είχα βάλει να φορτίσει. Και πώωω, το χειρότερο; Ούτε τις πινακίδες δεν θυμόμουν. Μετά με ρώτησαν οι άνθρωποι απ΄ το μαγαζί πώς ήταν το αυτοκίνητο. Τους είπα για ένα ξεβαμμένο. Ούτε κι αυτοί το έβλεπαν.

Τι να κάνω μέσα στην απελπισία μου; Τους είπα ότι θα κάνω άλλη μία βόλτα, μπας, λέω μπας, και το βρω, κι ύστερα θα γυρνούσα να καλέσω την αστυνομία.

Το λοπόν . . .Έκανα πάλι το δρόμο μία πάνω,  έκανα άλλη μία το δρόμο κάτω, πήγα και λίγο πιο κάτω και τι είδα; Το αυτοκίνητο είδα! Να με κοιτάει με λύπηση και να μου λέει:

-Ξέρεις τι έχεις; Το σύνδρομο του κακόμοιρου έχεις, που φοβάται να μην τον κλέψουν!


Η μεγάλη βροχή ήρθε όπως δεν την περίμενα.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *