Αυτός ο σεισμός ήταν από τους πιο δυνατούς που έχουν γίνει.

Και προχθές το βράδυ κουνηθήκαμε, αλλά σαν τον σημερινό δεν είχε . . .

Κουνούσε, κουνούσε δεν έλεγε να σταματήσει. Έπεσα αμέσως απ΄ τον καναπέ, πήρα το κινητό και σύρθηκα στα πλακάκια. Μπήκα κάτω απ΄ το γραφείο και τυλίχθηκα. Περίμενα να τελειώσει.

Μιλάμε με πόνεσε το κεφάλι μου από το πέρα δώθε, πέρα δώθε. Τα έβλεπα όλα κουνιούνται. Το φωτιστικό, τα ρούχα την κρεμάστρα, το πάτωμα.

Τα σκυλιά άρχισαν να γαβγίζουν και οι σειρήνες απ΄ τα αυτοκίνητα να χτυπάνε. Η γειτονιά άναψε τα φώτα. Αναστατώθηκε. Βλαστημούσε τον εγκέλαδο.

Και τι θυμήθηκα, ενόσω κουνούσε;

Που άλλη μια φορά είχε κουνήσει τόσο πολύ, που με είχε βρει στο μπάνιο να χέζω και να μην τελειώνω. Κι έλεγα τότε από μέσα μου* πάει, με τα σκατά και τα βρακιά κατεβασμένα θα βρουν ή στην καλύτερη θα τρέχω!

Σήμερα ήμουν κουρία. Λουσμένη, περιποιημένη, με τις κρέμες της νυχτός μου ΚΑΙ ντυμένη!

Αχ, μην ξανακουνήσεις! Το ξέρεις, ζαλίζομαι!

(δεν πρόλαβα να το πω, και νάτος πάλι!)

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *