Απόγευμα και περπατώ στην κεντρική πλατεία μόνη. Μια αγαπημένη μυρωδια γαργαλά την μύτη μου. Με ιλλιγγιώδη ταχύτητα μεταφέρομαι σε αλλο έτος, σε άλλη πόλη, στο… μακρινό παρελθόν!
Είμαι μικρούλα κοριτσάκι προσχολικής ηλικίας έχω πάει στην γιαγιά μου για λίγες μέρες το καλοκαίρι στην πανέμορφη πόλη της Καστοριάς.
Περπατώ με παρέα δίπλα στην λίμνη βρίσκομαι απλο την μέσα πλευρά προφανώς για ασφάλεια με κρατά σφιχτά ο θείος μου-αδερφός της μαμάς μου.
Μαζί μας είναι και ο ένας μου ξάδερφος. Μακάρι να ήμουν από την έξω πλευρά! Μου αρέσει το νερό , οι κύκνοι, οι βαρκούλες που αν φυσήξει χορεύουν ρυθμικά…
“Θείε…μου μυρίζει καλαμπόκι!” Λιχούδω από μικρή…
“Εμένα δεν μου μυρίζει.Ιδέα σου είναι!”
Απορώ γιατί είναι καλοφαγάς.
“Εμένα μου μυρίζει όμως…” επίμονη από μικρή.
Καμία απάντηση.
Περπατάμε για αρκετή ώρα στην παραλία ωσπου σε λίγο να ένας άνθρωπος που πουλάει ψημένα καλαμπόκια
“Στο είπα μου μυριζε καλαμπόκι” λέω με ύφος που με δικαιώνει.
Δεν έχει επιλογή ο θείος. Μου αγοράζει μια ρόκα. του αφήνω το χέρι για να πληρώσει.
Σε λίγο η ρόκα βρίσκεται στα μικρά μου χέρια τυλιγμένη στα ίδια του τα φύλλα.
Ξεκινώ με λαχτάρα, είναι ζεστό, είμαι όμως μικρούλα.Ίσως σε καθε μπουκίτσα μου να τρώω 3,4 σπόρια.
“Ετσι θα το φας; Φέρε έδω να σου δείξω πώς τρώγεται…”
Τα χέρια μου αδειάζουν, κοιτώ τον θείο μου.
Με μια χαψιά το μοσχομυριστό ζεστό μου καλαμπόκι εξαφανίζεται.
Δεν θυμάμαι να έφαγα το υπόλοιπο.
Γυρίζουμε σπίτι λεω στη γιαγιά “μου εφαγε το καλαμποκι ο θείος” εννοείται πως τηλεφωνώ και στη μαμά.
Επιστροφή στο θολό παρόν, με δυο γρήρορες κινήσεις σκουπίζω τα μάτια, ο καπνός φταίει, φοράω τα γυαλιά και συνεχίζω.
Απόψε αυτή η μυρωδιά μου ξύπνησε θύμησες από τα παλιά…
Αθανασία Αφροδίτη Μπανάγκα