Μια κάποια Γαλάτεια: Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα για το φύλο, την πολιτική, την πατριαρχία
Η Γαλάτεια, μια ηρωίδα ρομαντικά ντυμένη στα λευκά στροβιλίζεται γύρω από τις αξίες, τα διλήμματα, τα βιώματά της. Όταν ο γνωστός για εκείνη κόσμος γίνεται άγνωστος, αναγκάζεται να επαναπροσδιορίσει τις αρχές και τα πιστεύω της «Πώς πέρασαν τόσο γρήγορα οι μέρες, τι θα έκανε, πού θα έμενε, έπρεπε να στείλει αίτηση στις κρατικές εστίες που βρίσκονταν δίπλα από το Πανεπιστήμιο, έπρεπε να προλάβει […] έπρεπε να αποδεχτεί και να ψάξει, η σχέση τους είχε τελειώσει.»
Προσπαθώντας η Γαλάτεια να βρει τον εαυτό της και τους ρυθμούς της έρχεται σε συνεχή αντιπαράθεση με τη δίδυμη αδερφή της, τη Θαλασσινή. Εκείνη την όμορφη, έξυπνη τύπισσα μέσα σ’ όλα που πετυχαίνει τους στόχους της κι όλοι την θαυμάζουν και την παινεύουν… «Η Θαλασσινή ήταν απουσιολόγος και πρόεδρος της τάξης και είχε βάλει υποψηφιότητα για το δεκαπενταμελές, φορούσε στενά χαμηλοκάβαλα τζιν που τόνιζαν το γυμνασμένο της σώμα». Γιατί η μία να έχει όλον τον κόσμο στα πόδια της «όταν η Θαλασσινή πέρασε πρώτη στο τμήμα Φυσικής παραλίγο να στήσει γλέντι στον δρόμο ο πατέρας τους», κι άλλη όχι; «Ενώ η Γαλάτεια, που πέρασε παρατρίχα στη Φιλοσοφική, ακολουθούσε μια προδιαγραμμένη και πλήρως αναμενόμενη μεν πορεία, πολύ βαρετή δε, απελπιστικά βαρετή, ακόμα μια καθηγητριούλα σε αναζήτηση ιδιαίτερων μαθημάτων». Όλα αυτά αποτελούν μια εκπληκτική συγγραφική επινόηση της Κατερίνας Λάκκα για να αναδείξει την κοινωνικά κατασκευασμένη επιτυχία, όπου ο άνθρωπος κρίνεται από την αριστεία.
Και παρότι όλη αυτή η έντονη αντίθεση πλέκεται περίτεχνα και κλιμακωτά χωρίς όμως, να απουσιάζει η αδερφική αγάπη «Απόψε είμαι με την αδερφή μου το άλλο μου μισό!», η Γαλάτεια ντύνεται στα μαύρα. Μεταπτυχιακή φοιτήτρια Λογοτεχνίας στη Γαλλία «Με ενδιαφέρει η λογοτεχνία πάνω στη λογοτεχνία» και μοντέλο ενός ζωγράφου «Ναι, θα ποζάρω και για έναν ζωγράφο! Του αρέσουν τα κόκαλά μου! Τα κόκαλά μου», του Αντρέ-ο οποίος της συστήθηκε ως «Το φως είναι ο πυρήνας της δουλειάς μου» βρίσκεται στην πιο δυσάρεστη κατάσταση, στην οποία μπορεί ποτέ να βρεθεί μία γυναίκα «Άσε με να φύγω!». Τα γιατί βρίσκουν απαντήσεις «Ο Άντρας κυρίαρχος και η Γυναίκα υπόδουλή του, ιδιοκτησία του». Ο γκρεμός δεν είναι πια γκρεμός, αλλά δρόμος προς την ολοκλήρωση και την ωριμότητα. Αυτή θα έλεγα είναι η πλοκή του μυθιστορήματος της Κατερίνας Λάκκα «Μια κάποια Γαλάτεια» με φόντο τη Γαλλία και την Ελλάδα, και κάλλιστα το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε να ανήκει και στο είδος του campus novel, αφού η δράση του εξελίσσεται στους χώρους της Πανεπιστημιούπολης.
Όσον αφορά το στήσιμο της κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου, που αναδεικνύεται καλύτερα μέσα από τη σοφή απόφαση της συγγραφέως να περιστοιχίζεται η Γαλάτεια από καλούς φίλους και από μια επόπτρια, που θα αποδειχθεί συνοδοιπόρος, θα σταθώ στις συνήθειες της κεντρικής ηρωίδας, οι οποίες προξενούν τη συμπάθεια του αναγνώστη, μιας και καταφέρνει να ταυτιστεί μαζί της και να μοιραστούν από κοινού την αγάπη τους για την τέχνη και την ελευθερία. «Από συνήθεια, η Γαλάτεια κατευθύνθηκε στον πάγκο με τα παλιά βιβλία και άρχισε να φυλλομετράει τις κιτρινισμένες σελίδες τους, να παρατηρεί τις εκδόσεις τους και τη γενικότερή τους κατάσταση». «Η Γαλάτεια ήταν ακόμα φοιτήτρια, δεν είχε αρχίσει να δουλεύει, μπορούσε να αξιοποιήσει όπως ήθελε την καθημερινότητά της, δεν είχε να λογοδοτήσει σε κανέναν και για τίποτα, μπορεί να είχε χωρίσει, αλλά όχι δεν θα έμενε μόνη της με εφτά ή παραπάνω γάτες επειδή η ζωή ήταν μικρή και ωραία και η ίδια ήταν εξίσου μικρή και όταν έπινε ένιωθε και εξίσου ωραία, όμορφη».
Άλλο ένα χαρακτηριστικό, που επέλεξε η συγγραφέας να δώσει στην ηρωίδα της, το οποίο ταιριάζει απόλυτα με την ιδιότητά της, είναι οι αναφορές που κάνει σε κορυφαίους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές. «Η Γαλάτεια είχε πρωτοδιαβάσει στο Καπλάνι της βιτρίνας και ρωτούσαν η μία στην άλλη «ΕΥΠΟ; ΛΥΠΟ;». Όταν την έπιαναν οι μαύρες της, όταν ήταν πολύ ΛΥΠΟ, η Γαλάτεια χανόταν στα βιβλία της Άλκης Ζέη και της Ζωρζ Σαρή.». «Με τους στίχους του Ρίτσου να στριφογυρίζουν στο κεφάλι της, πως ο καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα, μονάχος στη δόξα και στο θάνατο, το ξέρω, το δοκίμασα, δεν…». «Ήταν εννιά χρονών και διάβαζε τα Μυστικά του Βάλτου», «Θαύμαζε τα έργα του Καζαντζάκη και του Καραγάτση, είχε αγάπη για τα ποιήματα του Σεφέρη και του Ελύτη». Η Γαλάτεια όμως μελετά και κορυφαίους ξένους λογοτέχνες Ραμπελαί, Ντόρις Λέσινγκ, Δάντη και Βοκάκιο, Μπαρτ, Άλαν Πόε, Μπέρναρντ Σω.
Θεματική του βιβλίου της Κατερίνας Λάκκα είναι το σύγχρονο μυθιστόρημα για το φύλο και την ταυτότητα «Γιατί οι γυναίκες να μην είναι ποτέ ηρωικές», «Είπα στους γονείς μου πως είμαι γκέι» την πολιτική «με το δημοψήφισμα και τα capital control», την πατριαρχία «μας μαθαίνουν να κρύβουμε το σώμα μας, να καταπίνουμε τη γλώσσας μας, να μένουμε αμίλητες, πειθήνιες, υπάκουες, να είμαστε καλά κορίτσια, οι καλές μαθήτριες, οι καλές νύφες». Ο λόγος της έντονα φεμινιστικός για τις νίκες που έχουν κερδηθεί, αλλά και για τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις, τις στάσεις και τις συμπεριφορές που ακόμα υπάρχουν, που ακόμα γίνονται και στη χειρότερη περίπτωση που ακόμα διαπράττονται εις βάρος της γυναίκας.
Μέσα από τον λόγο της Κατερίνας Λάκκα προσδιορίζεται το νόημα και η αξία μίας γυναίκας. Και το πιο σημαντικό είναι ότι η συγγραφέας αναλύει και δείχνει τις σχέσεις εξουσίας που καθορίζουν τη θέση της γυναίκας μέσα στην κοινωνία και τον διαρκή αγώνα της να κατακτήσει ακόμα και το πιο θεμελιώδες δικαιώμά της, την ελευθερία της «Στάθηκε τυχερή που γεννήθηκε στην Ελλάδα του ’90 και όχι σε κάποια χώρα της Μέσης Ανατολής».
Το «Μια κάποια Γαλάτεια» είναι ένα μυθιστόρημα που δημιουργεί μια ισότιμη ερωτική πράξη ανάμεσα στη συγγραφέα και τον αναγνώστη. Ισότιμη γιατί η συγγραφέας δεν θέλει να φανεί καλύτερη από τους αναγνώστες της και ερωτική γιατί αποδεικνύεται ότι ερωτοτροπεί με την τέχνη και τη λογοτεχνία. Αγαπάει πρώτα απ΄ όλα η ίδια την ανάγνωση και σέβεται τον άνθρωπο που κρατάει ένα βιβλίο. Μέσα στο έργο της Κατερίνας Λάκκα βρίσκουμε τον σπόρο για ένα καλύτερο αύριο και την ψυχή για τη δύναμη που κρύβουμε όλοι μέσα μας. Βρίσκουμε την καλλιτέχνιδα και τη δημιουργό, την ενεργή πολίτη και τη δυνατή φωνή σε μία κοινωνία που κατακερματίζεται.