Τρίτη ξημερώματα.
Δεν θυμάμαι καν τι ώρα είχε πάει. Ύπνος δεν μου ερχόταν. Σηκώθηκα να πιω λίγο νερό. Ένιωθα ότι πνιγόμουν. Άνοιξα το πατζούρι και βγήκα στο μπαλκόνι ίσα ίσα είχε αρχίσει να φωτάει έξω. Το κελάηδισμα των πουλιών μου έδωσε τόση χαρά. Κάπου εκεί έξω υπήρχε ακόμα ζωή. Πήγα να ξαπλώσω με λίγο καλύτερη διάθεση. Τα κατάφερα και κοιμήθηκα ήσυχη. Και τότε…
Βρίσκομαι σε ένα σοκάκι… δεν μπορώ να θυμηθώ που πάντως είναι στην Ελλάδα. Ντυμένη, στολισμένη μες τη νύχτα και περπατώ. Άδειοι οι δρόμοι. Δεν ξέρω που πάω αλλά συνεχίζω και περπατώ. Κάπου ακούγεται σιγανά η «ρόζα»….. μου δίνει κουράγιο αυτό το τραγούδι και συνεχίζω το δρόμο μου. Συναντώ ένα παιδί μονάχο να παίζει. Πάω να του μιλήσω και όλο με αποφεύγει. Τρέχει. Τρέχω και εγώ μαζί. Φθάνουμε στο λιμάνι. Η απόσταση έχει μικρύνει μεταξύ μας. Αλλά δεν μιλάμε. Ντρέπομαι να του μιλήσω. Καθόμαστε αρκετή ώρα όρθιοι και κοιτάμε τη θάλασσα. Μαύρη και σκοτεινή. Για λίγο κλείνω τα μάτια μου και όταν τα ξανανοίγω έχει ξημερώσει. Το παιδί έχει φύγει, μα έχει αφήσει πίσω του το βραχιολάκι που φορούσε. Κοιτώ γύρω, άφαντο. Το παίρνω και το φορώ. Ίσως το καλύτερο δώρο που μου έχουν κάνει στη ζωή μου σκέφτομαι.
Και ξύπνησα.
Μαρία Αυγέρου