Ένα ποίημα
Η καταιγίδα κόπασε λίγο πριν απ΄το χάραμα.
Έστυψε τους χυμούς των εραστών
ξεβράζοντας τ’ αφυδατωμένα τους κορμιά
στα ρυτιδιασμένα λευκά σεντόνια.
Ημίγυμνοι και ανυπεράσπιστοι μπροστά στη λάμψη του Υπέροχου,
με εμφανείς τις βουβές πληγές από τη βίαιη πάλη,
ψηλαφίζουν το Απειρο· απότοκο της Ηδονικής Καταστροφής.
Τυλιγμένοι στην αρμονικά ακανόνιστη θέση των σωμάτων,
πίσω από αργόσυρτες, σχεδόν πεθαμένες αναπνοές,
βρίσκουν τη δύναμη για ζωή.
Τρυψιάνης Ι. Ευάγγελος