Το φθινόπωρο που πραγματικά αγάπησα
ήταν ένα βροχερό απόγευμα του Οκτώβρη
στην αυλή ενός σπιτιού ίδιου με κουτιού.
Σε ύψος δεν ξεπερνούσε τον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας.
Από την αυλή του βλέπαμε το δάσος
ή ακούγαμε τη βροχή να πέφτει σ΄ ένα κομμάτι τσίγκου που βρισκόταν λίγα μέτρα παραπέρα.
Εγώ τους το ΄σκαγα κι πήγαινα να ακούσω τον ήχο από κοντά.
Κανείς δεν μου είχε χαρίσει μέχρι τότε ένα φθινόπωρο, ένα φθινόπωρο αληθινό.
Όταν σταματούσε η βροχή, ο αέρας, το κρύο, η συννεφιά ακόμα και το κρασί,
έπαιρνα τους δρόμους.
Έκανα βόλτες με μικρά βήματα, με μεγάλα, με χοροπηδηχτά
ή πάλι μύριζα το μουσκεμένο χώμα.
Η αυλή ήταν μικρή. Είχε ένα πλαστικό τραπέζι και τέσσερις καρέκλες.
Μια για μένα και από μία για όλους τους άλλους.
Βέβαια, δεν ήταν δικιά μας η αυλή. Αλλά εκείνη τη μέρα ένιωσα σαν ήταν δική μου.
Άνηκε ολόκληρη σ΄ έναν παππού.
Εγώ, όμως την έλεγα » η αυλή μου» δίχως καθόλου να με νοιάζει.

Για να τα πεις όλα για μια αυλή
πρέπει να κάνεις μία πιο μεγάλη από λέξεις
και οι πολλές λέξεις σ΄ ένα κείμενο δεν χρειάζονται
μα τώρα ούτε κι αυτό με νοιάζει.

Από τη μία πλευρά της αυλής είδα να βγάζει καπνό μία καμινάδα,
από την άλλη είδα να τρέχουν ποτάμι τα νερά.
Έπειτα η αυλή γέμισε σαλιγκάρια.
Αν δεν πρόσεχες και τα πατούσες έκαναν κρατς.
Κι ήρθε εκείνη η στιγμή που για να πάω μέσα στο σπίτι έπρεπε να δρασκελίσω
μερικά σαλιγκάρια ή να μην πατήσω τα ήδη πατημένα.
Στο σαλόνι του σπιτιού βρισκόταν η φωτογραφία ενός παππού
που έμενε σ’ έναν οίκο ευγηρίας.
Η γυναίκα του είχε πεθάνει πριν χρόνια πολλά.

Οι αυλές αν δεν γκρεμιστούν μαζί με τα σπίτια
ή αν δεν χαλάσουν από το σεισμό
κρατάνε περισσότερο από τους ανθρώπους.
Οι άνθρωποι αν δεν πεθάνουν από καρκίνο ή καρδιά,
αν δεν πεθάνουν νέοι
ζούνε περισσότερες εμπειρίες από τις αυλές.
Όμως οι αυλές όσο και αν αντέξουν μένουν βουβές αν δεν υπάρχουν
άνθρωποι για να τις γεμίσουν.

Στην αυλή αυτή κατάλαβα ότι άλλαξα.
Η φύση, οι άνθρωποι, οι καταστάσεις με έκαναν να αλλάξω.
Μα εγώ δεν ήμουν έτσι
Εγώ ποτέ δεν θα έκανα κάτι τέτοιο, εκείνο, το άλλο , το παράλλο.
Πέρασα το φθινόπωρό μου και ΄γω.
Πέταξα τα φύλλα μου και ήλπιζα ότι ίσως κάπου κάποτε να βγάλω άλλα.
Είχα τα χάλια μου, μα ήμουν στις ομορφιές μου.
Είχα για μαξιλάρι τη γραφή και για πάπλωμα την ανάγνωση.
Στην αυλή αυτή έθαψα τη λύπη μου κι έσπειρα την χαρά μου.

Με το φθινόπωρο αλλάζουν όλα και όλοι,
άσχετα που εγώ νόμιζα ότι αλλάζει μόνο η φύση.
Μαζί αλλάζουν και οι αυλές.
Κάποτε περισσότερο κι απ΄ τους ανθρώπους
συνήθως χωρίς καμία προειδοποίηση.
Μια μέρα στεγνή και την άλλη μούσκεμα.

Κι όταν σουρούπωσε οι υπόλοιποι μάζεψαν το τραπέζι, τις καρέκλες,
τα ποτήρια και τα πήγαν μέσα.
Και ‘γω έμεινα μόνη μου στην αυλή χωρίς αυτό να με
πειράξει καθόλου. Και ΄κει ήταν που κατάλαβα
ότι και να είμαι μόνη δεν είναι καθόλου άσχημο.
Οι φιλίες και οι έρωτες αρχίζουν και τελειώνουν
και αρχίζουν πάλι.
Και ανάμεσα σ΄ όλα αυτά εγώ αλλάζω όσο
κι αν αντιστέκομαι.

Τελοσπάντων γράφω για πράγματα που έχουν
γράψει κι άλλοι πριν από μένα.
Αισθάνομαι ότι γράφω για ένα φθινόπωρο και για μια αυλή
σαν μην έχει ξαναγράψει κανείς άλλος γι΄ αυτά τα δύο.
Το ξέρω ότι δεν ισχύει.
Αλλά αυτή η ψευδαίσθηση με κάνει να αισθάνομαι υπέροχα.
Όσο για την αυλή εκείνη δεν ξαναπήγα έκτοτε.
Οι άλλοι πηγαίνουν.

 

 

ολόκληρο το τεύχος του Together εδώ: https://issuu.com/together43/docs/together_09_web

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *