2 Απριλίου 2020

 

Σήμερα πήρα το κλειδί του σπιτιού. Ένα σπίτι με τόσες παιδικές αναμνήσεις που ποτέ δε φανταζόμουν πως θα διεκδικούσα διεκδικώντας τη μοναξιά μου.

Νωρίς το πρωί, ήρθε η Φωτεινή να με βοηθήσει με τη μετακόμιση. Είχαμε μαζί μας το ίδιο το ψέμα: το χαρτί με την αιτιολογία πως βγήκαμε για να πάμε στο σούπερ μάρκετ (με ένα πάπλωμα, μαξιλάρι και κουβέρτα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου).

Πήγαμε όμως ΚΑΙ σούπερ μάρκετ ν’ αγοράσω τα απαραίτητα: καθαριστικά, σκούπες, σφουγγαρίστρες, τρόφιμα.

Ίντερνετ δεν είχα. Μόνο megabytes και flash-άκι με ταινίες για τον αποκωδικοποιητή της τηλεόρασης. Η τηλεόραση δεν… χάλασε η κεραία.

Ήξερα πολύ καλά τι κάνω και μου άρεσε, γιατί θέλει μαγκιά να μείνεις με τον σκληροπυρηνικό εαυτό σου σε μέρες απομόνωσης και να του πεις “Κάτσε κάτω! Τώρα θα τα βρούμε!”

Έβαλα μουσική, γύρισα λίγο μέσα στο σπίτι, θαύμασα τη βιβλιοθήκη μου, έκανα ασκήσεις θεατρικής γραφής. Διάλειμμα για τσιγάρο ακούγοντας “Καινούρια ζάλη” από Τρύπες και φτου(!) κι απ’ την αρχή.

Το βράδυ φοβήθηκα λιγάκι τους ήχους του ψυγείου ή των αυτοκινήτων που περνούσαν ακριβώς έξω από την πόρτα μου. Πηγαίνοντας στην κουζίνα για άλλη μια νέα ζάλη, άνοιξα το παράθυρο και είδα μια σκυλίτσα πάνω στο μαξιλαράκι που άφησε για εκείνη ο αδελφός μου. Της χαμογέλασα κι όλο χαρά της λέω “Θες να είσαι φύλακας;” Ε, δεν ήθελε! Σηκώθηκε κι έφυγε! Και μου απαντώ για χάρη της “Τη μοναξιά σου δεν ήθελες;”.

Fair enough!

 

 

Εύη Κατσίκα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *