Λαχάνιασε, δεν μπορούσε άλλο. Έλα λίγο ακόμα έμεινε, δεν είναι μακριά, να λίγο πιο πάνω, υποσχέθηκα. Πρώτη φορά ερχόταν στο σπίτι με τα πόδια. Πρότεινα να καθίσουμε στο πεζοδρόμιο για να πάρουμε μιαν ανάσα. Θα φτύναμε πνευμόνι μέσα στον καύσωνα. Έκανε να στρίψει τσιγάρο, μα το μετάνιωσε. Κοιτούσε τριγύρω. Δέντρα, πλακόστρωτο δρομάκι, παρκαρισμένα αυτοκίνητα, σπίτια, αυλές και μια ταράτσα διαφορετική απ΄ όλες τις άλλες. Ήξερα ότι θα παρατηρούσε την ταράτσα, τα μυρίζεται κάτι τέτοια, κρύβουν ιστορίες, έλεγε και ‘γω ψοφούσα να λέω ιστορίες.

– Τη βλέπεις την ταράτσα απέναντι;

– Ναι, τι έχει;-

Ποιος την έχει να ρωτάς.

– Ποιος;

-Θα σου πω.

Όταν πρωτομετακομίσαμε εδώ πάνω – πάνε δέκα χρόνια περίπου – δεν ήξερα κανέναν. Όχι ότι μ΄ ένοιαζε δηλαδή να μάθω ποιος μένει στα γειτονικά σπίτια, αλλά να στο κέντρο της πόλης συνέβαιναν πολλά και ήταν το καλύτερο δυναμωτικό για τις συγγραφικές φιλοδοξίες μου. Εκείνο το ημερολόγιο με τις πρώτες συγγραφικές απόπειρες πετάχτηκε κατά τη μετακόμιση, καθώς έκρινα ότι όλα μα όλα ήταν βλακείες. Οι βλακείες μου όμως αυτές θυμάμαι ότι διασκέδαζαν την αδερφή, τους γονείς μου και τη γιαγιά μου, η οποία ονειρευόταν να με δει στο γυαλί ή στο σανίδι. « Η κόρη σου είναι μεγάλη θεατρίνα», άκουγε ο πατέρας μου και έβγαζε συρμάτινες θηλιές στη γλώσσα.

Λοιπόν, στο σπίτι αυτό μένει ένας περιστεράς. Η γυναίκα του δεν προλαβαίνει να καθαρίζει τις κουτσουλιές. Μέχρι και στεγνωτήριο πήρε, τα ρούχα δεν τα απλώνει. Είναι πολύ νευριασμένη με το χόμπι του άντρα της, όλο τον απειλεί ότι θα τον παρατήσει. Του εύχεται να πνιγεί στο σκατό. Μα, δεν είναι δουλειά αυτή ! Δυο φορές τη μέρα βγαίνει στην ταράτσα του, σηκώνει το άσπρο κοντάρι και σφυρίζει για να πετάξουν τα περιστέρια. Έχει πολλά, παγγούρια, βούτες, ντουνέκια. Μερικά έρχονται και στο μπαλκόνι μας, κουτσουλάνε και φεύγουν. Μόλις ακούν τα σφυρίγματα γυρνάν ε. Μια μέρα απ΄ αυτές που λες, ο περιστεράς πήγε τη γυναίκα του στον Κορινό για να μην γκρινιάζει – εκεί που κάνεις μπάνιο με τα μύδια, ε εκεί – και έβαλε τον γαμπρό του να τα προσέχει. Εύκολο θα ΄ταν, σκέφτηκε. Ανοίγει την πόρτα απ’ το κλουβί, κουνάει το κοντάρι, όπως κάνουν οι μάγοι με το ραβδί τους, και αποκεφαλίζει δυό – τρία. Είχε καιρό να φάει πιτσούνια γεμιστά. Τι φταίει αυτός, αν εκείνα έχουν ευαίσθητο λαιμό ; Όταν γύρισε ο περιστεράς είδε τα αίματα στο τσιμέντο της ταράτσας και ζήτησε από το γαμπρό του μια νταμιτζάνα κρασί. Να’ παν τα φαρμάκια κάτω. Είναι γνωστό ότι ο γαμπρός του το κρασί του δεν το μοιράζεται με κανέναν. Αν τύχει να κεράσει κάποιον, βγάζει από ‘κείνο που το βάζεις και στη σαλάτα, αν σου έχει τελειώσει το ΤΟΠ. Ο περιστεράς δεν ξαναπήγε τη γυναίκα του για μπάνιο. Ξινίστηκε κανονικά. Ο γαμπρός του πάντως, δεν ξέχασε τον μεζέ που του ‘λαχε. Να ΄ταν κι άλλα, λέει

.- Ανεβαίνουμε;

Δεν ήταν μακριά το σπίτι, λίγο ακόμα ήθελε, να λίγο πιο πάνω.

Δεν θα ξαναρχόταν με τα πόδια.

Όλο ψέματα είσαι, μου ΄πε.

Πηγή: http://dermet8.wixsite.com/microstory/pitsounia-gemista

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *