Καθώς κολυμπούσα έτσι σχεδόν δίπλα από τα βράχια, είδα κάτι να σαλεύει.

Πλησίασα-όχι πολύ.

Σαν να κούνησε το κεφάλι. Από πάνω μικροί θάμνοι και δέντρα.

Κολύμπησα κι άλλο.

Με ξανακοίταξε.

Αποφάσισα να το αντικρίσω πρόσωπο με πρόσωπο. Κράτησα μια απόσταση και πλησίασα.

Έβγαλε τη γλώσσα του, αλλά εκεί ακίνητο.

Έμεινα και εγώ ακίνητη. Ένα φίδι! Πρώτη μου φορά έβλεπα φίδι κοντά στη θάλασσα.

Ένα άλλο πάλι πριν χρόνια εκεί που δούλευα είχε περάσει πάνω από το κόκκινό μου πέδιλο.

Αυτό σίγουρα θα ήταν καμιά δεντρογαλιά. Είχε πάρει το ίδιο χρώμα με τα βράχια.

Τόση ώρα ακίνητο, πώς είναι δυνατόν;

Έπιασα με τα δάχτυλα του ποδιού μια πέτρα. Την ανέβασα πάνω στην επιφάνεια. Την πέταξα.

Δεν κουνήθηκε.

Έπιασα άλλη μία. Τίποτα πάλι.

Τόση υπομονή.

Το πιτσίλισα με νερό. Εκεί ακίνητο.

Δεν φοβάται;

Κολύμπησα. Έφτασα κοντά του.

Ήταν μόνο ένα κλαδί.

 

Ο ήλιος ο πολύς
πειραχτήρης
κι αναιδής.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *