Ήταν ό,τι πιο κοντά είχαμε δει σε Αβορίγινα.

Σκληρά χαρακτηριστικά, γυμνά πόδια. Περιμέναμε στην ουρά για σουβλάκια.Για κάποιο λόγο η κανονική ροή πώλησης τους είχε σταματήσει και ο κόσμος μόλις κατάλαβε ότι ξαναπωλούνται, έτρεξε να πάρει.

Και ‘κει που περιμέναμε για να πάρουμε τα σουβλάκια με το χοντρό αλατάκι, το λεμονάκι τους και τις φετούλες ψωμί, που θα ΄χουν πέσει μέσα στο σακουλάκι, και θα ‘χουν ρουφήξει όλη τη νοστιμιά, κάποιος μας τράβηξε την άκρη της μπλούζας. Γυρίσαμε για να δούμε ποιος ήταν.

Ένα κορίτσι με σγουρά μαλλιά και στρογγυλά μάτια. Θα μου πάρεις ένα! Δε ρώτησε, δεν επέβαλε, δεν ικέτευσε. Ήταν κάτι ανάμεσα στο θα με κάνεις χαρούμενη και στο είναι δικαίωμά μου. Ναι, της κάνουμε. Και άρχισε να κάνει κατακόρυφα και σπαγγάτα.

Φτάνει η σειρά μας και μαζί με τα σουβλάκια πήραμε μπύρες για μας, πορτοκαλάδα για τη μικρή. Της δίνουμε πρώτα τα σουβλάκια και μετά την πορτοκαλάδα. Για μένα κι η πορτοκαλάδα; ρώτησε. Για σένα.

Και μόνο όταν το άκουσε τέντωσε το χέρι της για να την πάρει.

Ευχαριστώ, είπε, και ο τόνος στο ο κράτησε ώρα πολλή.

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *