Στο εργαστήρι μου, δηλαδή στις σκέψεις μου

«Το βλέμμα του λύγκα» είναι μια νουάρ νουβέλα που ξεκίνησα να γράφω κάποιο βράδυ του Ιανουαρίου ανάμεσα στα διαλείμματα που έκανα από τη διδακτορική μου διατριβή, καθώς περίμενα ανατροφοδότηση.
Η ιδέα για να γράψω «Το βλέμμα του λύγκα» ήρθε, όταν το καλοκαίρι του 2021 επισκέφτηκα με φίλες και φίλους τη Φλώρινα και μείναμε στο ξενοδοχείο The lynx. Το πρώτο πράγμα που μου τράβηξε την προσοχή, καθώς μπήκα στο δωμάτιο, ήταν ένα μικρό σημειωματάριο και δυο μαύρα καλοξυσμένα μολύβια. Έτσι, οι πρώτες σελίδες του βιβλίου γράφτηκαν εκεί με προχειρότητα και άθλια γράμματα.
Ο τίτλος είχε ήδη προαποφασιστεί. Φυσικά, όταν έφυγα από το ξενοδοχείο πήρα το σημειωματάριο και τα μολύβια και τα έβαλα στο συρτάρι. Εκείνη την περίοδο η καθημερινότητά μου δεν μου άφηνε πολλά περιθώρια στο να συγκεντρωθώ και στο να αφιερώσω χρόνο σε αυτό που ήθελα να κάνω, κι έτσι κάπου το όλο θέμα ξεχάστηκε. Η μήπως όχι;
Τώρα πια νομίζω ότι δεν ξεχάστηκε. Δούλευε μέσα στο μυαλό μου και όταν ένιωσα πως είχε έρθει η ώρα να μιλήσω εξ στόματος των χαρακτήρων μου για μερικά πράγματα, πράγματα που μου είχαν αφηγηθεί άνθρωποι που συνάντησα ή και που συνυπήρξα τα τελευταία χρόνια, ξεκίνησα να γράφω.
Κάθε μέρα σχεδόν έδινα πιστό ραντεβού με το έγγραφό μου και μου είχα βάλει ένα πολύ αυστηρό χρονοδιάγραμμα, που έπρεπε πάση θυσία να τηρώ. Για παράδειγμα έλεγα στον εαυτό μου: «Ελένη την πρώτη βδομάδα πρέπει να έχεις γράψει δέκα σελίδες, τη δεύτερη άλλες εικοσιπέντε και την τρίτη άλλες πενήντα!».
Πολλές φορές ένιωθα τη δυσκολία ή ίσως και την κούραση για το πώς να συνεχίσω και για αυτόν τον λόγο μοιραζόμουν τις σκέψεις μου για την πλοκή με οποιαδήποτε ή οποιονδήποτε συναντούσα. Εκτιμώ πολύ εκείνες και εκείνους που κατανοούν τέτοιους είδους προβληματισμούς σαν να επρόκειτο για ζήτημα ζωής ή θανάτου. Κάπως έτσι, το βίωνα. Αν δεν έβαζα και την τελευταία τελεία σύντομα, δεν θα ησύχαζα. Είναι η περίοδος μανίας που με πιάνει και η συγγραφή γίνεται το κέντρο του κόσμου μου. Κι ύστερα βγαίνω πάλι έξω και μιλάω και πίνω κι αναζητώ εμπειρίες και συναναστροφές.
Και εκείνο το διάστημα λοιπόν, ζούσα στον Βόλο, στη Λάρισα, στη Φλώρινα, στον Άγιο Αχίλλειο, στις Πρέσπες, στον δρόμο για τα Μπίτολα παρέα με τις ηρωίδες και τους ήρωες της νουβέλας μου, τη Λυδία, τη Νόρα, την Αθηνά, τη Μένια, τον Σπύρο (ή αλλιώς γυπέξ, ναι γυπέξ!), την Ουρανία, τον Τόνυ, τον Γιάννη, την Κλέλια, τη μικρή Ροζαλία, τον Σταυράκη, την Στεφανία, την Μπέτυ Μπένου, τους δυο τύπους με τα κοντομάνικα πουκάμισα, τη ρεσεψιονίστα, τον αστυνομικό Βασίλη, την παιδική φίλη, ακόμα και τον λύγκα. Για αυτό το ζώο είδα πολλά ντοκιμαντέρ στο youtube και διάβασα σχεδόν ό,τι έχει γραφτεί για αυτό στο ελληνικό ίντερνετ, μελετώντας παράλληλα κι ένα άρθρο του μπαμπά μου, που κάποτε είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό του Συλλόγου Ελλήνων Ορειβατών (Σ.Ε.Ο.) Κοζάνης. Ήθελα κάποια στοιχεία από τον λύγκα να τα δώσω και στην πρωταγωνίστριά μου την Ουρανία. Για αυτό διαλέγω με περηφάνια ως καλύτερο απόσπασμα του βιβλίου μου εκείνο που περιγράφω για το πώς κυνηγάει ο λύγκας. Ο λύγκας είναι ζώο νυκτόβιο κι αρπακτικό.
Κι αφού ολοκλήρωσα τη συγγραφή της νουβέλας μου, ήθελα να τυπωθεί. Όμως, λόγω κάποιων υποχρεώσεων κι αυστηρών για ακόμη μια φορά κριτηρίων, που είχα θέσει στον εαυτό μου, με εμπόδισαν να το κάνω. Κι ευτυχώς!
Γιατί μετά έκανα αλλαγές και πέταξα αρκετά κομμάτια, όπως κάποιες light σκηνές σεξ, που δεν είχαν θέση, γιατί σίγουρα θα άλλαζαν το ύφος.
Αρκετούς μήνες μετά «Το βλέμμα του λύγκα» βρισκόταν ακόμα στην επιφάνεια εργασίας του υπολογιστή μου και με κοιτούσε εξεταστικά. Την ημέρα της παρουσίασης της διατριβής μου με έναν Καθηγητή μου από την Επταμελή Εξεταστική Επιτροπή, τον κύριο Καμαρούδη συζητούσαμε χαλαρά έξω από τη Γραμματεία, μιας και μόλις είχε τελειώσει η δοκιμασία μου και μπορούσα πια πιο ελεύθερη να αναφερθώ στο «Βλέμμα του λύγκα». Ναι, μετά το διδακτορικό πάλι για τη συγγραφή μιλούσα! Γιατί αλίμονο, αν δεν μοιραστώ τον πόνο μου με όλο τον κόσμο, δεν γίνεται…
Και κάπου εκεί ο κύριος Καμαρούδης δέχτηκε να με διαβάσει και να γράψει ένα ιπποτικό επίγραμμα για να φωτίσει τα μαύρα σημεία της νουβέλας μου.
Στο μεταξύ το καλοκαίρι είχε έρθει και εντελώς τυχαία στις διακοπές μου συνάντησα έναν από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς, τον κύριο Δαββέτα με τον οποίο τον χειμώνα μιλούσαμε για τις απορίες μου περί λογοτεχνίας και ροζ λογοτεχνίας, κριτικής και ανάγνωσης. Και δεν το συζητώ ένα από τα πράγματα που του είπα ήταν για «Το βλέμμα του λύγκα» και για ό,τι άλλο ετοιμάζω. Μου έκανε μερικές παρατηρήσεις όπως: «Γιατί άργησες τόσο πολύ να τον σκοτώσεις; Αυτούς τους καθαρίζουν πολύ γρήγορα… Και γιατί έγραψες κάτι τέτοιο; Σε ποιους απευθύνεσαι;». Στην πρώτη ερώτηση εάν απαντούσε το θύμα, θα έλεγε «Γιατί εγώ το επέτρεψα να συμβεί τότε!» και στη δεύτερη ερώτηση εάν απαντούσε μια από τις ηρωίδες του βιβλίου μου, θα έλεγε: «Γιατί οι ζωές μας είναι περίεργες και δεν μοιάζουν με τα παραμύθια και μάλλον το βιβλίο είναι μόνο για άντρες!». Για να απαντάνε με αυτόν τον τρόπο οι ηρωίδες μου και οι ήρωές μου ενδεχομένως είναι αυθάδεις, χωρίς διάθεση αυτοκριτικής κι όχι πολύ σοβαροί.
Τελικά, «Το βλέμμα του λύγκα» αφού πέρασε την ανάγνωση της Κατερίνας από το Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο, της καλύτερης αναγνώστριας που έχω συναντήσει μέχρι τώρα, εκδόθηκε από τα 24γράμματα με εξώφυλλο σχεδιασμένο από τη Βασιλική Σηλήρα και κυκλοφορεί πλέον ανάμεσά μας ακριβώς όπως ο λύγκας. Βέβαια, η Κατερίνα μου είχε προτείνει να κόψω κι άλλα και να αυξήσω κι άλλα, αλλά ο συγγραφικός εγωισμός μου δεν με άφησε να το κάνω. Ίσως κάποια άλλη φορά την ακούσω περισσότερο…
Αν με ρωτούσε κανείς τι θα άλλαζα στο βιβλίο μου, θα απαντούσα μόνο τα τέσσερα πέντε λάθη που εντόπισα μέσα. Συγνώμη, αλλά όταν με διαβάζω δεν με βλέπω! Ευτυχώς, το ένα λάθος στην περίληψη διορθώθηκε.
Ελπίζω, αν με διαβάσετε να πάρετε τα σπασμένα κομμάτια και να τα ενώσετε σαν το σκίτσο με το βάζο που κυκλοφορεί κατά καιρούς στο Fb, έτσι ώστε να μην πληγώνουν πια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *