Ξύπνησα νωρίς.

Γύρω στις 6. Μέχρι να σηκωθώ απ΄ το κρεβάτι, να ντυθώ, να φάω, πήγε εφτά. Στις 7 και μισή ήμουν στο κέντρο. Έκανα μια βόλτα στην κλειστή ακόμα αγορά και 8 παρά δέκα με παρά πέντε πήγα στην τράπεζα.

Είχα μαζέψει κάτι λίγα κέρματα και ήθελα να τα ανταλλάξω με χαρτονομίσματα. Έβγαλα χαρτάκι και στρογγυλοκάθισα σε μία καρέκλα. Μπροστά μου ήταν άλλοι δύο συναλλασσόμενοι που κρατούσαν πολλές και μεγάλες σακούλες. Απεναντί μου ένας δερμάτινος αφράτος καναπές, πολύ βουλιαστικός.

Αμφιταλλαντευόμουν. Να κάτσω στον καναπέ ή να μείνω στη θέση μου; Είχε ζέστη. Από πουθενά δεν ερχόταν λίγος αέρας και η καρέκλα ήταν άβολη.Τελικά, πήγα στον καναπέ. Άκουγα τα ψιλά να περνάνε από το μηχάνημα και να κάνουν κλίγκι κλίγκι. Τα μάτια μου έκλεισαν. Είδα και όνειρα.

Ένα χέρι με σκούντηξε. Κυρία, η σειρά σας έφτασε! Ήταν ο φύλακας που ήρθε να με ξυπνήσει. Α, εξαιρετικά! Έχετε πολύ ωραίο καναπέ, μπράβο σας, και πήγα στο ανταλλακτήριο.Κοίταξα την ώρα και είχε πάει 9 και μισή.

Παραπάνω από 20.000, αν υποθέσω ότι ήταν μόνο μονόευρα, κλίγκι κλίγκι με είχαν νανουρίσει. Ένιωσα σκρουτζ και σκέφτηκα ότι πλέον μπορώ να απαντήσω στην ερώτηση* ποιο είναι το πιο περίεργο μέρος που έχεις κοιμηθεί;

 

 

 

 

Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *