Καμιά φορά η ζωή τα φέρνει έτσι που πρέπει να διαλέξεις.

Να μείνεις ή να φύγεις. Να μείνεις σ΄ όλα τα γνώριμα ή να φύγεις κρατώντας ένα ο στρογγυλό μηδέν. Διάλεξα. Και να ‘μαι. Εδώ στην Πάτρα. Με τρία βρακιά, δυό μπλούζες κι ένα τζιν. Να τρώω ένα κομμάτι πίτσα και να ψάχνω σπίτι. Και να βρίσκω ένα που η μύτη του μπαλκονιού να βλέπει θάλασσα. Ποιος; Εγώ! Να βρίσκω ένα σπίτι που η μύτη του μπαλκονιού να βλέπει θάλασσα. Να έχει χρώμα άσπρο και κίτρινο. Να έχει εκείνα τα κομμάτια μου που αγάπησα και μίσησα. Γιατί το μίσος και η αγάπη μια γουλιά περισσότερη, μια λιγότερη.

Και αφού βρήκα σπίτι-ακόμα δεν το καθάρισα με οξύ, χλωρίνη, άζαξ, όπως με συμβούλευσε η μάνα μου-είπα να πιω καμιά μπυρίτσα, μην τυχόν πέσει η μπυροκοιλιά και ψαχνόμαστε μετά. Καλύτερη υποδοχή δε γινόταν! Ο Φοίβος Δεληβοριάς. κανόνισε ένα bye bye στον Σωτήρη Δούρβα. Μωρέ καλά το κανόνισε, αλλά έπρεπε να προειδοποιήσει εμάς τους αντιαθλητικούς, τους ερωτευμένους με τον καναπέ μας, τους μπουχέσες, ότι έχει έναν άλφα βαθμό δυσκολίας. Το Χασομέρι σκαλιά; Σκαλιά να δεις, σκαλιά να ανέβεις! Λέλεεε Παναΐτσα μου! Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις και μετράς στις χούφτες τα δόντια. Ήπια μετά την μπύρα και βρήκε το χτυποκάρδι το ρυθμό του.

Ο Φοίβος με υποδέχτηκε. Καλά ντεεε…Με υποδέχτηκε χωρίς να το ξέρει. Τώρα που το σκέφτομαι θα μπορούσε να το ξέρει. Σ’ ένα άλλο επίπεδο όμως. Ας πούμε σ΄ ένα αστρικό όνειρο, που θα είχε κάπως έτσι. Εγώ ίσως να φόραγα μπικουτί με μία ρόμπα μυσάνοιχτη και ‘κεινος θα μου ‘λεγε απ’ το πατάρι: Εσύ με τα ροζ κοκαλάκια ξεκίνα ό,τι εύχεσαι. Να μπαίνει ο ήλιος με διαμάντια και ρουμπίνια, με τύμπανα πιο ‘κει καθώς βυθίζεσαι στο βίο που λες πως θέλεις. Κι αν καταφέρω και τον πάγο σου τον λιώσω, θέλω να σε δω κατά μόνας! Θα κάνω τον καθρέφτη μου κομμάτια κάνοντας πως δεν ξέρεις τ΄ άγνωστο παρόν του ανολοκλήρωτου χθες…”

-Πω ρε πούστη μου τη σαλάτα έκανα πάλι, στιγμή αυτοθαυμασμού και like εαυτού.

Και άμπρα κατάμπρα, τσίτζιρι μπόμπιρι, χόκους πόκους, έγινε!

Γιατί κάτι που έμαθα από πολύ μικρή είναι ότι όλα γίνονται. Μπορεί όχι με τον τρόπο που θέλω, αλλά γίνονται. Και μετά εγώ τα φτιάχνω, τα στήνω, τα στρώνω.

Όλα γίνονται.

Ελένη Γκόρα

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *