Κι ενώ η Ελένη ορειβατεί στου ψηλού Αηλιά τις ράχες,
Το άγρυπνο του πολισμάνου το μάτι φυγείν αδύνατον,
Κάποιοι άλλοι…
Παίρνουν τα όρη, τα βουνά, λαγκάδια και ρουμάνια,
Κει που μηδέ βοσκός και κυνηγός,
Κι ούτε και drone αστυνομικός
Δεν φτάνει.
Μονάχα ένα λεύτερο θεριό, ο Άρκος ο παχύς,
Θεόρατος βιγλάτορας, αρκοπατεί και πάει.
Σκύβαλος