Σαββάτο απόγευμα. Kάθομαι στο μπαλκόνι μου. Ο ήλιος είναι ψηλά λαμπερός και μου κρατά σιωπηλός συντροφιά- για εμένα είναι η καλύτερη παρέα για την ώρα της λογοτεχνίας.

Βρίσκομαι λοιπόν, στην Κορνουάλη εκεί όπου ζει η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος και με έχει πάρει μαζί της.

Μια οικογένεια ακούγεται να μουμουρίζει στη γειτονιά μου. Σπάνιο να δω ολόκληρη οικογένεια να σουλατσάρει στο δρόμο μας…(τώρα που το σκέφτομαι είδα και την Πέμπτη το απόγευμα.) Δεν αντιστάθηκαν στον απογευματινό ήλιο και βγήκαν να περπατήσουν.

Η μητέρα είπε:

-Ξεχάσα τα σοκάκια που περπατούσα τόσες φορές καθε μέρα.

Η μικρή κόρη δεν έχασε την ευκαιρία και είπε με τη σειρά της:

-Εγώ ξέχασα πώς είναι να περπατάω στα κυβάκια.

-Πώς γίναμε έτσι; συνέχισε η μητέρα με απογοήτευση στη φωνή.

Τον πατέρα δεν τον άκουσα να μιλά. Ίσως γιατί δεν περπατούσε στα δρομάκια της γειτονιάς κάθε πρωί και κάθε μεσημέρι με τα παιδιά. Ίσως να μην είχε περπατήσει ποτέ στα κυβάκια γιατί ήταν πάντα στη δουλειά…Ίσως να του άρεσε αυτή η ήρεμη βόλτα με την οικογένειά του στα δρομάκια με τα κυβάκια. Ίσως να μην βρήκε το θάρρος να τους το πει.

Ίσως πάλι να τους το είπε λίγο παραπέρα…

 

 

 

Αθανασία Αφροδίτη Μπανάγκα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *