Είναι η εποχή της.
Στον δρόμο που κατέβαινα κοντοσταθηκα να τη μυρίσω. Μύριζε σαν γλυκό του κουταλιού-ακριβώς όπως το είχα φάει στην Χίο.
Μια γυναίκα την κλάδευε. Με είδε. Μου έδωσε μερικά. Για το βάζο σου, μου λέει. Τρέξε γρήγορα, θα πιάσει μπόρα.
Κι αντί να τρέξω, την καμάρωνα. Ήθελα να τη ρωτήσω πώς τα καταφέρνει, τι κάνει.
Και μέχρι να το πω, η βροχή είχε ξεκινήσει. Κι αυτή είχε χαθεί μέσα στο σπίτι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *