Πλατσούριζε, λέει, στα ρηχά για να ποτίσει ουρία . . .
Αχ, απόλαυση, σχεδόν αφόρητη! Μήνες τώρα ονειρευόταν πότε θα πάει διακοπές. Σεπτέμβρη; Σεπτέμβρη! Θάλασσα να ‘ναι, κι ας είναι και αρχές Φθινοπώρου! Πήγε βλέπεις διακοπές με τη γιαγιά και τον παππού της. Κι αυτοί οι αθεόφοβοι, αντί να πάνε μες το κατακαλόκαιρο, σε κανένα πιο ιν μέρος, πήγαν τώρα. Στο τάπερ κεφτέδες και βουρ να πάνε να βρουν τους συνομηλίκους.
Δε βαριέσαι!
Ας είναι και στην Αιδηψό, τη γεροντική λουτρόπολη. Ας είναι παρέα με τους ηλικιωμένους, παρέα με τη σοφία χρόνων, όλο και κάτι χρήσιμο θα μάθαινε για τη ζωή. Κι ας έχουν μασέλες, μπαστούνια, πι και πάμπερς. Κι ας τρώνε το βράδυ γιαουρτάκι με μελάκι θυμαρίσιο. Αυτοί τη ζωή με το κουτάλι την έχουν φάει.
Αυτά σκεφτόταν και πήγε στην Αιδηψό. Ενέδωσε στην προσφορά.
Α, ναι! Και τι έλεγα; Και ‘κει που πήγε να βγει απ΄ τα ρηχά που πλατσούριζε για να ποτίσει ουρία μπαμπιόγερων και να πιει το φρέντο καπουτσίνο της με τρεις μαύρες ζάχαρες, σοκολάτα και κανέλα, έρχεται ένας δίπλα της και της λέει:
-Φάμπιο!
-Χάρηκα, χάσου, χέσου, απαντάει αυτή με τρία “χ”.
-Να σε κεράσω έναν καπουτσίνο;
-Έχω τον δικό μου!
-Ε, τότε ένα τσιπουράκι με λιαστό χταποδάκι;
-Δεν τρώω, δεν πίνω, δεν δέχομαι τίποτα από ξένο κερένιο χέρι έτοιμο για το σάβανο . . .
-Μένω σε ξενοδοχείο 3 αστέρων!
-Κάτι μας είπες τώρα!Να το χαίρεσαι, άντε και συ σύντομα στα αστέρια!
-Έλεγα μήπως. . .
-Είχα όρεξη να δω τις τρίχες σου τις κατσαρές! Έλεγες, ξέλεγες. Βρες καμιά της κλάσης σου. Όταν λέω κλάσης, δεν εννοώ να κλάσεις, και έδειξε με το χέρι της για να καταλάβει. Μη μείνει η γυναίκα στον τόπο! Ακούς; Καμιά της κλάσης σου βρες!
-Ουστ, από δω σκατόψυχη! Τα κουβαδάκια σου και σε άλλη παραλία!
Άντε τώρα να του εξηγήσει.
-Ο γέρος γάιδαρος στράτα δε μαθαίνει, της είπε μια γριά πιο πίσω, που εκείνη την ώρα πάσχιζε να φουσκώσει με την τρόμπα το φλαμίνγκο της και αγκομαχούσε.
Και ‘κεινη ευχαριστημένη με τη συμπυκνωμένη σαν το χυμό φρούτων σοφία της γιαγιάς, προσφέρθηκε να της φουσκώσει το φλαμίνγκο.