Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αντρόγυνο που ζούσε σε ένα πολύ φτωχικό σπιτάκι. Έτσι μια μέρα η γυναίκα, μην αντέχοντας άλλο τη μιζέρια, πήγε στο σοφό γέροντα του χωριού για να πάρει μια συμβουλή.
-Μένουμε και ‘γω και ο άντρας μου σ’ ένα σπίτι φτωχικό. Μια κάμαρη είναι όλο κι όλο. Τι να κάνουμε για να γίνει η ζωή μας καλύτερη;
Ο σοφός γέροντας σκέφτηκε και μετά από λίγο είπε:
-Βάλτε και τις κότες μέσα στο σπίτι.
Η γυναίκα τον κοίταξε λιγάκι σκεφτική και ύστερα είπε:
-Θα τις βάλω, γέροντα.
Την επόμενη πήγε ξανά.
-Είναι χειρότερα, του είπε.
-Βάλτε τα κατσίκια, που έχετε στο μαντρί.
-Πάμε απ΄ το κακό στο χειρότερο, γέροντα!
-Βάλτε και το γάιδαρο.
-Η κατάσταση είναι τραγική!
-Μην στεναχωριέστε βάλτε και το σκύλο!
-Γέροντα, ούτε να ανασάνουμε δεν μπορούμε!
Ο σοφός γέροντας σκέφτηκε και μετά είπε:
-Βγάλτε τις κότες.
-Γέροντα, τώρα σα να είναι λίγο καλύτερα.
-Βγάλτε το σκύλο να κοιμηθεί έξω.
-Ακόμα καλύτερα!
-Βγάλτε και τα κατσίκια και τo γάιδαρο!
-Μα τώρα είναι σωστός παράδεισος το σπίτι μας, γέροντα!
Λαϊκό παραμύθι