Κυριακή πρωί. Το ραντεβού είναι για τις 11.00, στο πάρκο με τα μεγάλα δέντρα. O ποδηλατόδρομος στην Γκέρτσιου άδειος, θα φτάσει γρήγορα. Κόκκινο κράνος, γυαλιά, γάντια, ποδηλατική στολή. Ναι, ήταν το νέο του χόμπι. Εδώ και δυο μήνες η θέση του στο κυριακάτικο τραπέζι παρέμεινε άδεια. «Δεν μου αρέσει αυτό» έλεγε η μαμά. «Άστον, βρε κορίτσι μου» ψιθύριζε η γιαγιά.

Πλησιάζει τη διασταύρωση με τη Λασσάνη, ελέγχει το φανάρι. Πράσινο. Πατάει πηδάλιο και ξεκινάει. Πρώτα ακούει τον θόρυβο και μετά γυρνάει το κεφάλι του στα δεξιά, στον δρόμο που κατεβαίνει. Μια μηχανή, Yamaha μεγάλου κυβισμού, έρχεται ολοταχώς καταπάνω του. Πατάει γρηγορότερα πηδάλιο, χαμηλώνει την πλάτη του- συνέχισε, μην σταματάς λέει στον εαυτό του ξανά και ξανά και μόλις που προλαβαίνει να φύγει από τη διασταύρωση. Σταματάει, η καρδιά του ακόμη προσπαθεί να βρει τους κανονικούς χτύπους. Γυρνάει και κοιτάει τον οδηγό της μηχανής. Αυτός φρενάρει. Κάτω στο δρόμο σχηματίζεται μια μαύρη γραμμή. Σταματάει. Ο ήλιος πέφτει πάνω στα μακριά μαλλιά του, κοιτάει τον ποδηλάτη, χαμηλώνει το βλέμμα. Ο ποδηλάτης τον κοιτάει με μάτια ορθάνοικτα. Παίρνει βαθιές ανάσες.

Δυο κυρίες σταματούν πάνω στο πεζοδρόμιο. Στα χέρια τους κρατούν ακόμη το αντίδωρο και το τσιμπολογούν.

-Αμάν, βρε παιδάκι μου, θα τον σκότωνες, λέει η μία.

Το αγόρι πλησιάζει τον ποδηλάτη. Συγνώμη, λέει. Ο ποδηλάτης δεν μιλάει ακόμη. Οι κυρίες πλησιάζουν κι άλλο. Τον ρωτούν αν είναι καλά. Αυτός βγάζει το κόκκινο κράνος και τινάζει πίσω το κεφάλι του.

-Γιωργάκη; Τον εγγονό μου βρε, φωνάζει η άλλη και πλακώνει τον μηχανόβιο στις τσαντιές.

Εκείνος απλώνει τα χέρια να προφυλαχθεί, ο ποδηλάτης την τραβάει. Γιαγιά!

 

Σέβη Κωνσταντινίδου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *