Όνειρο

 

Είδα ένα όνειρο,

πως ήταν πρωί, λέει,

κι από τις γρίλιες μέσα

γλιστρούσαν οι πρώτες ηλιαχτίδες

επάνω στην κουρτίνα˙

κάτι τιτιβίσματα, λέει, έξω απ’ την αυλή

εισέβαλλαν στο σπίτι

κι ο σκύλος, λέει, ξάπλωνε ακόμη πάνω στης πόρτας το χαλί

Και συ

λέει, έπαιρνες στο χέρι τα κλειδιά

και λίγο, μια στιγμή θαρρείς,

λίγο πριν το πρόσωπό σου αγγίξει τον καθαρό αέρα

εσύ

έμπαινες, λέει, ήλιος πρωινός στην κάμαρα του ύπνου

κι άφηνες, λέει, εκεί στην άκρη των ματιών μου

ένα δροσερό φιλί,

λέει.

 

 

Σεβαστή Κωνσταντινίδου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *