Σεβαστή Κωνσταντινίδου για την “Ισορροπία του λευκού”

 

 

Το πρώτο βιβλίο του φίλου Γιώργου Κωνσταντινίδη «Η ισορροπία του λευκού» βρίσκεται ήδη στα χέρια μας. Από τις εκδόσεις Παρέμβαση ένα ιδιαίτερης αισθητικής βιβλίο σε παραλληλόγραμμο σχήμα κυκλοφορεί εδώ και λίγες εβδομάδες. Πρόκειται για μια συλλογή κειμένων-διηγημάτων που προέκυψαν μέσα από μια ιδιάζουσα συνομιλία με μια σειρά φωτογραφιών, φωτογραφίες που παραχωρήθηκαν στον συγγραφέα από τους φίλους φωτογράφους Γρηγόρη Δάλλη, Γρηγόρη Καλαμπούκα και Χρήστο Λαμπριανίδη. Δεκατέσσερεις ιστορίες, λοιπόν, βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση με δεκατέσσερα φωτογραφικά στιγμιότυπα ενώ η τελευταία ιστορία αφορμάται από μια εικόνα σε ένα μπλουζάκι.

Η φωτογραφία εκφράζει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη τέχνη την αποτύπωση μιας αποφασιστικής στιγμής, αυτήν τη στιγμή που ο φωτογράφος θεωρεί προσωπικά καταλυτική και επιδιώκει να την κοινοποιήσει με τον δικό του τρόπο στους άλλους (Σταύρος Γρόσδος, Εικόνα και Δημιουργική γραφή). Βέβαια ο θεατής, σύμφωνα με τη θεωρία της αισθητικής πρόσληψης, είναι αυτός που νοηματοδοτεί το οποιοδήποτε έργο τέχνης ή ακόμη περισσότερο (θεωρία της ανταπόκρισης) είναι αυτός που παράγει ο ίδιος το νόημα, που κατανοεί και ερμηνεύει, δηλαδή, με τον δικό του τρόπο το κάθε έργο δημιουργίας κι επομένως και αυτό της φωτογραφίας, συνδέοντάς το με την ατομική του υπόσταση.

Ο Γιώργος, λοιπόν, έχοντας ως βάση τις φωτογραφίες, απομονώνει στοιχεία τους κι επανερμηνεύει μεταπηδώντας στον χώρο της λογοτεχνίας. Αυτός ο παιγνιώδης τρόπος δημιουργίας αναζητείται πολλές φορές και από εκπαιδευτικούς προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι μαθητές στη συγγραφή. Θέλω να πω, πως αυτός ο τρόπος γέννησης των διηγημάτων του βιβλίου θέτει υπόψη μας, κατά τη γνώμη μου, το στοιχείο του παιχνιδιού ως χαρακτηριστικό σημείο προσέγγισης του βιβλίου. Έχω την εντύπωση ότι ο Γιώργος, όπως άλλωστε και ο κάθε συγγραφέας, προχωράει σε ένα παιχνίδι λέξεων. Ωστόσο, η ίδια η γενεσουργός αιτία των κειμένων, η φωτογραφία, αποκαλύπτει ένα επιπλέον παιχνίδι. Θαρρείς σε κάθε κείμενο υποβόσκει ένα επιπλέον ερώτημα, ένα επιπλέον παζλ που πρέπει να συμπληρωθεί προκειμένου να προσεγγίσει κανείς την αλήθεια του. Ενδεικτικά αναφέρω στο πρώτο κείμενο «Η βόλτα» καλείσαι, επιπροσθέτως, να βρεις ποιος μιλάει ενώ στο «Πλησίασε ξένε» να συνδυάσεις στοιχεία για να ανακαλύψεις ποια μεταμόρφωση πέτυχε η όμορφη μάγισσα για τους αντιπάλους της. Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει ο συγγραφέας να εμπλέξει ενεργητικά και δημιουργικά τον ίδιο τον αναγνώστη μέσα στην ιστορία, να τον κινητοποιήσει σε μια δημιουργική ανάγνωση που απαιτεί την ολοκληρωτική συμμετοχή του.

Πώς θα μπορούσαν να διαβαστούν αυτές οι ιστορίες προκειμένου να πετύχουν την πολυπόθητη σύνδεσή τους με το εικαστικό έργο που τις συνοδεύει; Θεωρώ ότι η φωτογραφία είναι η αρχή. Κοιτώ, διαβάζω, ξανακοιτώ. Αφετηρία και κατάληξη. Ματιές στην εικόνα και στο κείμενο.

Από τις δεκαπέντε ιστορίες του βιβλίου οι περισσότερες είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο πετυχαίνοντας την αμεσότητα της δράσης, μία μόνο σε διάλογο ( Σ’ αγαπώ), πέντε σε δεύτερο πρόσωπο ενεργοποιώντας την ουσιαστική εμπλοκή του αναγνώστη και μία συνδυάζει δεύτερο και τρίτο πρόσωπο. Η απουσία μιας τριτοπρόσωπης αφήγησης μαρτυρεί ίσως την εξομολογητική διάθεση του δημιουργού, την ανάγκη ουσιαστικής επικοινωνίας με τον αναγνώστη και την επιθυμία για προσωπικές εκτιμήσεις χωρίς να διεκδικείται απολυτότητα και παντογνωσία.

Θα ήθελα να προχωρήσω και λίγο παραπέρα και να πω δυο λόγια για τα ίδια τα διηγήματα. Με μια γλώσσα πλούσια που απλώνεται συχνά μέσα σε μεγάλες προτάσεις χωρίς να κουράζει ή να πλατειάζει, αποφεύγοντας τον ασθματικό κοφτό λόγο, αλλά αντιθέτως να εικονοποιιεί και να τραβάει τον αναγνώστη κατάσαρκα μέσα στο αφήγημα, ο συγγραφέας αποκαλύπτει πόσο καλά γνωρίζει να χρησιμοποιεί τις λέξεις, να αξιοποιεί το υλικό του και να πετυχαίνει το γήτεμα του αναγνώστη. Κρατώντας μας από το χέρι μάς καλεί στο μονοπάτι που ο ίδιος ανοίγει και μέσα από σκιές και φως μας οδηγεί στο κρυφό, το πολύτιμο εκείνο καρδιακό μαργαριτάρι της ιστορίας. Βγαίνουμε βόλτα μαζί του και ακολουθούμε αυτή την κυρία του εξωφύλλου με την απέριττη και λιτή φινέτσα της. Υπνωτισμένοι, σαν το αρχοντόπουλο της ιστορίας «Πλησίασε ξένε», μέσα σε μια γλυκιά κι απαλή άχλη ακολουθούμε το νήμα. Θα μας προβληματίσει το «Στην άμμο» και θα αναρωτηθούμε αν ο σκοπός της ζωής μας είναι η εύκολη κριτική κι όχι η κατανόηση του άλλου, αν ένας επικριτικός δείκτης πάντα τεντωμένος πηγαινοερχόμενος μπρος πίσω αποτελεί το δικό μας σύμβολο δύναμης κι όχι μια παλάμη ανοικτή στην ανάγκη, την προσφορά και τη βοήθεια. Θα τρομάξετε σίγουρα εσείς οι άντρες με τη τύπισσα στο διήγημα «Τα ήθελε όλα δικά του», ίσως αρχίσετε να μας προσέχετε λίγο παραπάνω, (μακάρι, λέω εγώ) και εμείς οι γυναίκες εύχομαι να μην υιοθετήσουμε καμιά από τις επικίνδυνες ιδέες εκδίκησης που ξεφυτρώνουν ανάμεσα στις λέξεις. Θα τον ακολουθήσουμε, επίσης, στις αναζητήσεις του στο «Δουλεύ’ βρε παιδούλι μ’» απολαμβάνοντας την αμεσότητα της γραφής και θα ρωτήσουμε κι εμείς τους μπαρμπάδες στο καφενείο μπας κι είδαν τον άνθρωπό μας, θα περάσουμε από την εκκλησία αγχωμένοι κοιτώντας δεξιά και αριστερά ή αριστερά και δεξιά, αν θέλετε, και τελικά θα καταλήξουμε στο νεκροταφείο ξεφυσώντας ένα μεγάλο ουφ! Στο κείμενο «Μια από τις πρώτες λιακάδες» θα βγούμε κι εμείς στο μπαλκόνι μαζί του και θα κλείσουμε τα μάτια στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου μπροστά από τις πορτοκαλί βελέντζες που στραγγίζουν τα νερά τους στα κάγκελα ενώ στο «Με μιαν ανάσα» θα βιώσουμε το πάθος του νεαρού συγγραφέα μυστηρίου που αναζητώντας υλικό θα βρεθεί πάλι σε ένα καφενείο ξεχασμένο και ένας θείος Νίκος θα του αλλάξει την πορεία της ζωής του. Ε, και στο τέλος, ακολουθώντας πια πειθήνια το νήμα της αφήγησης θα στεναχωρηθούμε πολύ που το κορίτσι με το κολιμπρί στο μπλουζάκι δεν έδωσε λίγη παραπάνω σημασία στον πρωταγωνιστή της ιστορίας μας, εκείνον ντε, τον συμπαθητικούλη, που ξεροσταλιάζει στο καφέ…

Τα θέματα που απαντώνται στο βιβλίο έχουν να κάνουν με μια ποικιλία επιλογών. Ο έρωτας, η προσπάθεια επιβίωσης, η πτώση, η κατάκριση, η απιστία, η εκδίκηση, η χαρά της ζωής, η ελπίδα μέσα πάντα από ένα παράθυρο. Αλλά και η επιλογή ανάμεσα στα πρέπει και στα θέλω, τα γηρατειά, η προσφορά, η έξοδος από το προσωπικό καβούκι, οι παιδικές αναμνήσεις που νοηματοδοτούν τη ζωή μας, η ανάγκη κατανόησης του άλλου, η αναζήτηση της προσωπικής ευτυχίας και ο επαναπροσδιορισμός των επιθυμιών μας είναι μερικά από τα δικά μου πολύτιμα πετραδάκια που μάζεψα τελειώνοντας αυτό το εξαιρετικό βιβλιαράκι. Εντάξει, μου άρεσε πολύ και μου άρεσε όχι γιατί το έγραψε ένας καλός μου φίλος αλλά γιατί έγραψε τόσο καλά αυτός ο φίλος που τολμώ να πω ότι τον ζήλεψα!

Κλείνοντας, ασφαλώς προτείνω να διαβάσετε αυτά τα διηγήματα. Διαβάστε τα γιατί είναι σύντομα, ταιριάζουν στον ρυθμό της ζωής μας, ένα την ημέρα σαν το μήλο του γιατρού. Είναι διηγήματα μιας καθισιάς, όπως προτείνει ο Πόε. Διαβάστε τα, γιατί θα μαζέψετε τα δικά σας πολύτιμα πετράδια, εγώ απλώς μετέφερα εδώ τη δική μου αναγνωστική εμπειρία. Και τέλος, αν μη τι άλλο, θα χαρείτε το παιχνίδι, αυτό της φωτογραφίας και του κειμένου ενώ θα απολαύσετε μια γλώσσα πλούσια σε εικόνες, οικειότητα και παλμό, μια φωνή που μας ταξιδεύει και μας πηγαίνει σε καφενεία, παραλίες, μπαλκόνια, δρόμους και ανοικτά παράθυρα.

Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την υπομονή σας και να κλείσω διαβάζοντας ένα μέρος από τη «Βόλτα» που πολύ αγάπησα. Ξεκινήστε το παιχνίδι, βρείτε ποιος μιλάει κι απολαύστε την ευαίσθητη ματιά του Γιώργου.

 

 

 

 

Σεβαστή Κωνσταντινίδου

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *