Μια φορά και έναν καιρό σ’ ένα μικρό σπιτάκι, γεννήθηκε ένα πανέμορφο αγοράκι. Οι γονείς του έβλεπαν πια μπρος τα μάτια τους αυτό που ζητούσαν τόσον καιρό από τον Θεό. Ένα παιδί. Τα χρόνια περνούσαν και το μικρό αυτό αγόρι σε λίγες μέρες θα έκλεινε τα επτά του χρόνια. Οι ετοιμασίες είχαν πάρει φωτιά! Όλοι οι συγγενείς, παππούδες, γιαγιάδες, θείες και θείοι ανυπομονούσαν να γιορτάσουν τα γενέθλια του μικρού αγοριού. Μια μέρα πριν από τα γενέθλια του μικρού αγοριού, το αφεντικό απέλυσε τον μπαμπά του από τη δουλειά. Γυρνώντας ο μπαμπάς στο σπίτι, άλλαξε όλη την ωραία ατμόσφαιρα που επικρατούσε μέχρι εκείνη την ώρα. Περπατώντας αργά και με πολύ βαριά βήματα, είπε στη γυναίκα του:
-Το πάρτι αύριο θα ακυρωθεί! Πρέπει να αρχίσουμε να προσέχουμε τι ξοδεύουμε. Έρχονται οι μέρες που θα πεινάσουμε!
Μάταια η καημένη, η γυναίκα του προσπαθούσε να του αλλάξει γνώμη. Το μικρό αγόρι που είχε ακούσει τη συζήτηση, άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού κι έφυγε τρέχοντας. Πέρασε λίμνες, δάση και ποτάμια ώσπου βρήκε μια ζεστή γωνίτσα στην κουφάλα ενός δέντρου κι αποκοιμήθηκε. Όλη η ημέρα των γενεθλίων του πέρασε με το να τον ψάχνουνε. Οι γονείς του είχαν στεναχωρηθεί τόσο πολύ. Ο μικρός είχε φύγει από το σπίτι, για να μη σβήσει τα κεράκια και στεναχωρήσει τον μπαμπά του, που πια δεν μπορούσε να του προσφέρει όσα ήθελε και τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Αφού επέστρεψε στο σπίτι, η ζωή τους συνεχίστηκε κανονικά, μα ο μπαμπάς ακόμα δεν έβρισκε δουλειά. Έτσι, πήρε την πικρή απόφαση να φύγει από τη μικρή πόλη όπου ζούσαν και να πάει σε μια μεγαλούπολη.
Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν και ενώ ο μπαμπάς είχε βρει μια καλή δουλειά, δεν είχε γυρίσει πίσω να δει την οικογένειά του. Κάθε μέρα το μικρό αγόρι, που στο μεταξύ είχε μεγαλάωσει και είχε γίνει ένας πανέμορφος νέος, ρωτούσε τη μαμά του:
-Μάνα , μανούλα μου, καλή μου μάναμ σου είπε ο πατέρας πότε θα γυρίσει;
-Μονάκριβέ μου, απάντηση δεν πήρα, μα ξέρω πως θα ‘ρθει! Έστειλε πάλι όμως, πολύτιμα δώρα, χρήματα και χρυσαφικά.
Τα χρόνια πέρασαν κι ο νέος βρήκε σταθερή δουλειά, παντρεύτηκε και έκανε ένα κοριτσάκι. Ώσπου μια μέρα ο πατέρας του γύρισε έχοντας μαζέψει μια περιουσία και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού. Η γυναίκα του μόλις τον είδε, τον αγκάλιασε πολύ σφιχτά. Έμειναν για λίγη ώρα μόνοι τους και συζητούσαν. Έπειτα, ο πατέρας γνώρισε τη γυναίκα του γιου του κι έπαιξε με τη μικρή του εγγονούλα. Όταν γύρισε ο νέος στο σπίτι, τον πέρασε για ξένο και δεν του έδωσε σημασία. Όλοι περίμεναν ότι με το που αποκαλυπτόταν ποιος ήταν ο άγνωστος άνδρας, ο γιος του θα έπεφτε στη αγκαλιά του. Όμως, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Ο νέος τον χαιρέτησε τυπικά και ισχυρίστηκε ότι είχε μια επείγουσα δουλειά να τακτοποιήσει, όταν ο πατέρας του τού είπε:
-Γιε μου, μονάκριβέ μου έχεις τόσα χρόνια να με δεις και φεύγεις; Εγώ για σένα τα έκανα όλα! Έφυγα, πάλεψα, βρήκα μια καλή δουλειά για να μην σου λείψει τίποτα κι εσύ έτσι με καλωσορίζεις;
-Πατέρα μου σε ευχαριστώ που φρόντισες να μην μου λείψει τίποτα. Άφησες κάτι όμως στην πραγματικότητα. Εμένα! Κάθε μέρα ρωτούσα τη μάνα για σένα, πότε θα έρθεις να μας δεις, μα απάντηση καμιά δεν πήρα. Μας έδινες το περίσσευμά σου, μα την καρδιά σου δεν μας την έδωσες. Εκείνη τη μέρα στα γενέθλιά μου, έφυγα για να μη σε δω να κλαις που δεν είχες πια να μου χαρίσεις όσα ποθούσες. Μα εσύ με άφησες να κλαίω κάθε χρόνο στα γενέθλιά μου πατέρα, που δεν ήσουνα κοντά μου. Καλά τα πλούτη και τα υλικά, μα θα προτιμούσα εσένα, πατέρα. Να το θυμάσαι, πως αυτό που μένει στο τέλος είναι η αγάπη!