30/3/2020
Εικοστή μέρα στο σπίτι και έπρεπε να πάω στο super market.
Φόρεσα ένα μπλε αθλητικό παντελόνι, μία φούξια φλις μπλούζα που είχα πάρει για το σκι-που δεν έμαθα- και ένα κίτρινο αμάνικο μπουφάν.
Και επειδή θα το ‘ριχνα έξω, έβαλα και ένα κόκκινο κραγιόν που ο κωδικός του χρώματος λέγεται “first class”. Τι ειρωνεία;
Πάνω που το έβαλα, θυμήθηκα τη μάσκα.
Στη μάσκα αποτυπώθηκαν τα κόκκινα χείλη.
Στον δρόμο μερικοί γυπαετοί έβγαζαν τα κεφάλια από τα αμάξια για να δουν τι κυκλοφορεί. Μερικοί αλλαφιαζόταν. Νά ένας άνθρωπος! Όταν λήξει όλο αυτό,δεν ξέρω πώς θα βγούνε κάποιοι και με τι ψι θα βγούνε.
Δ
υσκολεύτηκα να ψωνίσω με τη μάσκα. Με αποσυντόνιζε. Ένιωθα ότι δεν μπορώ να αναπνεύσω. Τα γάντια σκίστηκαν. Δεν περίμεναν ούτε μέχρι το ταμείο να φτάσω.
Στον γυρισμό με σταμάτησαν για έλεγχο. Σαν καλή οδηγός δεν θέλησα να σταματήσω πάνω στη στροφή. Αυτοί νόμιζαν πως θα έφευγα. Κουνώντας τα χέρια νευρικά, ερχόντουσαν προς τα μένα. Βάζω αλάρμ, σταματώ. Δείχνω τη χειρόγραφη φυλλάδα. Τη διαβάζουν από μακριά. Με αφήνουν να φύγω.
Πίσω από μένα σταμάτησαν κι έναν κύριο μεγάλης ηλικίας. Άργησα να ξεκινήσω. Έκανα πως τακτοποιώ τη φυλλάδα και την ταυτότητα. Κοιτούσα από τον καθρέφτη.
Βγάζει ο κύριος τη δική του φυλλάδα. Κοιτάνε περίεργα.
Είχε γράψει τη βεβαίωσή του πάνω σε μισό ψηφοδέλτιο.
-Γιατί τη γράψατε εδώ;
-Πού να βρω καλύτερο χαρτί μεγάλος άνθρωπος;
Τον άφησαν να φύγει.
Ελένη Γκόρα