Η βροχή δεν μου πάει.
Ποτέ δεν μου πήγε
ούτε για μια στιγμή.
Ούτε κάποιο καλοκαίρι
που έπιασε ξαφνική μπόρα
και το φουστάνι ήρθε και κόλλησε πάνω μου
και κάποιος μου είχε πει
‘σου πάει’.
Όχι, δεν μου πήγαινε
παπί στα μάτια κάποιου δεν ήθελα να ‘μαι.
Η βροχή δεν μου πάει.
Ποτέ δεν μου πήγε
ούτε για μια στιγμή.
Ούτε κάποιο φθινόπωρο
που έριχνε χοντρές χοντρές σταγόνες
που όσο πήγαιναν και δυνάμωναν
και φορούσα από εκείνα τα παπούτσια
που έχουν μόνο έναν λεπτό πάτο
και περπατούσα κι έκαναν έναν ήχο περίεργο
και κάποιος μου είχε πει
“στα πόδια σου βατράχια”.
Όχι, δεν μου πήγαινε
βατράχι στα μάτια κάποιου δεν ήθελα να ‘μαι.
Η βροχή δεν μου πάει.
Ποτέ δεν μου πήγε
ούτε για μια στιγμή.
Ούτε κάποιον χειμώνα
που έριχνε παγωμένες σταγόνες
και μετά οι σταγόνες έγιναν νιφάδες
και οι νιφάδες βαμβάκια στα μαλλιά μου
και κάποιος μου είχε πει
“ό,τι πρέπει για χριστουγεννιάτικη χειροτεχνία”.
Όχι, δεν μου πήγαινε
βαμβάκι στα μάτια κάποιου δεν ήθελα να ΄μαι.
Η βροχή δεν μου πάει.
Ποτέ δεν μου πήγε
ούτε για μια στιγμή.
Ούτε κάποια άνοιξη που έριχνε χαλάζι
και μου άνοιξε το καημένο μου κεφάλι
και κάποιος μου είχε πει
“καλά να πάθεις με την κούτρα σου”.
Όχι, δεν μου πήγαινε
αγύριστο κεφάλι στα μάτια κάποιου δεν ήθελα να ΄μαι.
Γι΄ αυτό και γω . . .
με τον ήλιο
τα ΄κανα πλακάκια.