Η ορθογραφία και το παιχνίδι στις σύγχρονες εκπαιδευτικές συνθήκες: ανοιχτά ερωτήματα και ζητούμενα

 

Πέρα από τα αρχικά συγχαρητήρια για το νέο βιβλίο της Ελένης Γκόρα και τις ευχές να ταξιδέψει, να χρησιμεύσει και να σταθεί βοηθητικό εργαλείο σε μαθητές, γονιούς και εκπαιδευτικούς θα ήθελα εν είδει παρουσίασής του να καταθέσω μερικές σκέψεις που μου προκάλεσε η ανάγνωσή του πέρα από το βασικό θεματικό του περιεχόμενο που είναι οι παιγνιώδεις ασκήσεις ορθογραφίας, καρπός της πολύχρονης εκπαιδευτικής εμπειρίας της Ελένης. Κάποιες σκέψεις που παίρνουν κυρίως την μορφή παρατηρήσεων και ερωτήσεων, παρά απαντήσεων, ανοιχτών για κάθε αναγνώστη που επιθυμεί να αναστοχαστεί πάνω στο ζήτημα της ορθογραφίας και του παιχνιδιού σήμερα με αφορμή το βιβλίο της Ελένης.

Κατ’ αρχάς, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε και να ξαναθέσουμε το ερώτημα της ορθογραφίας: γιατί ξανά η ορθογραφία; Να ξεκαθαρίσω εξαρχής πως δεν έχω υπόψη μου τις επιστημονικές έρευνες πάνω στο θέμα, αλλά ο διάλογος στη δημόσια σφαίρα τείνει να θεωρεί πως η ορθογραφία ατονεί σήμερα και μάλιστα με προοδευτικό ρυθμό. Αυτό το γεγονός συναρτάται με τις σύγχρονες εξελίξεις, τις άμεσα απτές και αυτές που πάνε μερικές δεκαετίες πίσω. Η κατίσχυση της εικόνας στον σύγχρονο πολιτισμό του θεάματος έχει αναδείξει νέες εστίες έκκρισης ερεθισμάτων που πυροδοτούν την μάθηση, ενώ αυτή καθαυτή η μάθηση εκβάλλει σε μονοπάτια που δεν ελέγχονται ούτε από τον δάσκαλο, ούτε από τον γονιό. Δεν επιχειρώ να κρίνω αξιολογικά με ηθικολογικά κριτήρια αυτό το γεγονός, αφού αυτό συναρθρώνεται πάνω στην βασική νομοτέλεια της παιδείας που τείνει αντικειμενικά ολοένα και περισσότερο να κοινωνικοποιείται, να διογκώνεται δηλαδή η άτυπη εκπαίδευση, να αφορά μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας με την ταυτόχρονη υποχώρηση του ρόλου του τυπικά επίσημου εκπαιδευτικού. Το ζήτημα της ορθογραφίας επανέρχεται, συνεπώς, και αντιπαραβάλλεται στον πολιτισμό της εικόνας και της ισχυροποίησης της άτυπης εκπαίδευσης του σύγχρονου κόσμου.

Πάνω σε αυτήν την διαμορφωμένη πραγματικότητα έρχεται να προστεθεί, επίσης, το καθεστώς της τηλεκπαίδευσης επιτείνοντας την δυσχερή θέση της ορθογραφίας σήμερα. Υπάρχουν αρκετές αναλύσεις, κείμενα και εμπειρικά δεδομένα που δείχνουν πως η τηλεκπαίδευση υποβαθμίζει την παιδαγωγική σχέση και επιδεινώνει την εκπαιδευτική διαδικασία, πόσω μάλλον όταν αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία αφορά κομμάτια σωματικής εμπλοκής του μαθητή, όπως αυτό της γραφής και της ορθογραφίας. Ο τελευταίος ενάμισης χρόνος το απέδειξε εμπειρικά αυτό με πολλούς μαθητές να δυσκολεύονται να κατακτήσουν ορθογραφικές δεξιότητες και ακόμα περισσότερους άτυχους να έχουν μεγάλα εμπόδια στο να πραγματοποιήσουν την πρώτη τους γραφή με μολύβι και χαρτί, κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό για την μετέπειτα εξέλιξή τους και την κατάκτηση πέρα από την ικανότητα της γραφής και εκείνης της ορθογραφίας.

Συνοψίζοντας, το θέμα της ορθογραφίας δεν μπορεί να αποκοπεί και να εξεταστεί μόνο του δίχως να εξεταστούν οι σχέσεις του με νέα ζητήματα που το προσδιορίζουν και το περιβάλλουν και που οι σύγχρονες συνθήκες έχουν αναδείξει και φέρει στην επιφάνεια. Ο πολιτισμός της εικόνας, οι γρήγοροι ρυθμοί της πολυδιάσπασης της προσοχής, η τηλεκπαίδευση, η μεταφορά του διαλόγου στα social media με τα greeklish και τους αυτόματους διορθωτές, η παραγκώνιση κλασικών ποιητικών λογοτεχνικών κειμένων και εκπομπών τέχνης και λόγου από τα ΜΜΕ, η μειωμένη φιλαναγνωσία σε αντίθεση με την κυριαρχία των οπτικοακουστικών μέσων αποτελούν μόνο μερικά από αυτά που καθένας που ασχολείται με την εκμάθηση της ορθογραφίας πρέπει να λάβει υπόψη του ως τους κοινωνικούς και πολιτισμικοϊστορικούς προσδιορισμούς του θέματος που συντελούν στη δυσχέρεια του υποκειμενικού παράγοντα να ανταποκριθεί στις εκπαιδευτικές παρεμβάσεις.

Να σημειώσω, επίσης, κλείνοντας αυτήν την ενότητα πως η κατάκτηση της ορθογραφίας δεν είναι το παν από γλωσσολογική άποψη, μα μονάχα η προϋπόθεση για να εξερευνήσει κάποιος τις δυνατότητες που του δίνει η κατάκτηση της γλώσσας και η δημιουργική χρήση της, μία εκ των οποίων είναι και η αλλαγή της ορθογραφίας σε καλλιτεχνικά ποιητικά ή λογοτεχνικά κείμενα. Το σπάσιμο των κανόνων σε δημιουργική κατεύθυνση εκγύμνασης της φαντασίας εδράζεται πρώτιστα και πρωταρχικά ακριβώς πάνω στην εκμάθηση, κατανόηση και εσωτερίκευση αυτών των κανόνων και της λογικής τους πάνω στην οποία γίνεται η δημιουργική παρέμβαση του γράφοντος, δηλαδή πάνω στην ορθογραφία.

Τέλος, θα ήθελα να αναφερθώ στο ζήτημα του παιχνιδιού και της εκμάθησης μέσω παιγνιωδών δραστηριοτήτων που τίθεται στο κέντρο του βιβλίου της Ελένης για την ορθογραφία. Το παιχνίδι είναι η πρώτη και η μόνιμη πατρίδα του παιδιού και των δημιουργικών ενήλικων προσωπικοτήτων. Από την σκοπιά της αναπτυξιακής ψυχολογίας δεν υπάρχει ένα είδος παιχνιδιού, παρά αυτό που ονομάζουμε «παιχνίδι» αποτελεί τον πυρήνα των δραστηριοτήτων που μετασχηματίζονται ανάλογα με την ηλικία και το στάδιο ανάπτυξης του παιδιού και συναρτώνται με την διαμόρφωση όχι μόνο της προσωπικότητάς του αλλά και με το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων στις οποίες εμπλέκεται, με κυρίαρχες τις σχέσεις με τους συνομηλίκους που συνιστούν την κοινωνικοποίησή του και την έναρξη της συνειδησιακής του διαμόρφωσης και ταυτότητας ως ατομικότητας που, όμως, ανήκει και σχετίζεται με συλλογικότητες μικρότερες (παρέα, σχολική τάξη, οικογένεια, αθλητική ομάδα κ.λπ.) και μεγαλύτερες (κοινωνία).

Υπό την έννοια αυτή, το παιχνίδι πρέπει να αποτελεί τον πυρήνα των δραστηριοτήτων του παιδιού γιατί είναι βασικό παιδαγωγικό εργαλείο για την ανάπτυξη εσωτερικών κινήτρων και όχι εξωτερικών μπιχεβιοριστικού τύπου, κάτι που χαρακτήριζε την παραδοσιακή παλιά παιδαγωγική αντίληψη και ειδικότερα στη χώρα μας. Πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, συνεπώς, πάντα στον σχεδιασμό εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και παιδαγωγικών παρεμβάσεων και όχι να αντιμετωπίζεται ως μια μορφή καλλωπιστικού τύπου και άρα ως αχρείαστη πολυτέλεια. Το παιχνίδι δημιουργεί εκείνες τις απαραίτητες συνθήκες που αποτελούν κινητήριο δύναμη και καταλύτη της ανάπτυξης της δημιουργικότητας και της φαντασίας του παιδιού και έτσι θα μπορούσε να συζευχτεί με την ορθογραφία πάνω στη βάση της εκμάθησης των κανόνων: πρέπει πρώτα να εσωτερικευτούν οι κανόνες για να υπάρξει έπειτα ο αναστοχασμός πάνω τους προκειμένου να αλλάξουν και να μετασχηματιστούν για να ανασημασιοδοτήσουν την προσωπική έκφραση στην κατεύθυνση της δημιουργικής φαντασίας που η καλλιέργειά της αποτελεί το ανώτερο στάδιο σκοπών και στόχων της εκπαιδευτικής διαδικασίας και παιδαγωγικής σχέσης.

Αυτές οι δυνάμεις της φαντασίας και της δημιουργικότητας ασφαλώς και δεν σταματούν στην παιδική μαθητική ηλικία, αλλά συνεχίζονται και στην ενήλικη αποτελώντας την βασική δυνατότητα της καλλιτεχνικής αλλά και επιστημονικής έκφρασης: της δημιουργίας του μη υπάρχοντος πάνω στη βάση του υπάρχοντος και εκκινώντας από τις δυνατότητες που δίνει η βασική κατανόηση του υπάρχοντος. Πρόκειται, δηλαδή, με την ευρεία έννοια για πανανθρώπινες προωθητικές προοδευτικές δυνάμεις που στέκονται αρωγοί και οδηγοί στην ανάπτυξη της ανθρωπότητας και στην πορεία που αυτή διανύει μέσα στην ιστορία και τον πολιτισμό, ενώ εκκινώντας σήμερα από τις αυξημένες της ανάγκες σε ποιοτική εκπαίδευση και παιδεία μέσα στο σύγχρονο παγκόσμιο περιβάλλον της πολυπλοκότητας και της κατάργησης των βεβαιοτήτων και των συνεχειών, πρέπει αυτές να τεθούν ευσυνείδητα σε πρώτο πλάνο αρχίζοντας ασφαλώς από την θέση τους στην εκπαίδευση και στη ζωή των παιδιών και των μαθητών μας.

 

 

 

Πέτρος Σκυθιώτης

Δάσκαλος, Υποψ. Διδάκτορας ΠΤΔΕ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *