Το τελευταίο κράτημα

Τα χέρια της γιαγιάς μου ήταν μικρά και αδύνατα, γεμάτα με καφετιές κηλίδες. Τα δικά μου ήταν μεγάλα και δυνατά . Καθόμουν πλάι της. Δεν μπορούσα τίποτα άλλο να κάνω, τίποτα άλλο να πω,  παρά μόνο να της κρατάω το χέρι. Με την παλάμη του αριστερού μου χεριού χούφτωνα την επάνω πλευρά των τεσσάρων δεξιών δαχτύλων της,  ενώ με  τα δικά μου τέσσερα δάχτυλα πίεζα την κάτω πλευρά τους. Πολύ πιο σφιχτά απ΄ όσο χρειαζόταν. Με τον αντίχειρά μου να κουμπώνει με το μέσο μου, ολοκλήρωνα αυτό το στοργικό κράτημα.  Ο δικός της αντίχειρας  χάιδευε το κόκαλο που πεταγόταν απ΄ τον δικό μου. Ήταν το τελευταίο κράτημα , για το χάρηκα της γνωριμίας, για το μη μ΄ αφήνεις, θα πονέσω. Σε λίγες ώρες με τα χέρια της έσπρωξε την πύλη του Άδη. Σε λίγες ώρες με τα χέρια μου έκρυψα το πρόσωπό μου.

Όχι

Σε θέλω τώρα!

Το όχι,

μαχαίρι

στη σάρκα,

λερώνει το πουκάμισο,

το γαργιασμένο

εδώ και χρόνια.

Αλήθεια δεν το ΄χε καταλάβει;

Για αντίποινα ένα άλλο

πιο αληθινό

καρφώνεται στα αριστερά.

Στο φως της νύχτας

λάμπουν

οι σταγόνες τους.

Η ουτοπία του εαυτού μου

Αν δεν ήμουν εγώ

και ήμουν κάτι άλλο,

θα ‘θελα να ‘μουν

ζάχαρη

ή λεβάντα.

Κι αν ήμουν εκεί ψηλά

ένα κερί.

Κι αν ήμουν κάτι μόνιμο

ένα χαμόγελο.

 Ελένη Γκόρα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *