Πριν από περίπου τέσσερα χρόνια αποφάσισα να κάνω ένα ταξίδι στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στο Brugge, όπου έμενε η φίλη μου.
Το Brugge είναι μία παραμυθένια πόλη του Βελγίου. Έχει μεσαιωνικά κτίρια και ποτάμι με κύκνους, που μπορείς να τους κοιτάς ώρες ατελείωτες και να φαντάζεσαι πως πρωταγωνιστείς «Στη λίμνη των κύκνων». Την πολύ ωραία μουσική της παράστασης την έχει γράψει ο ρώσος συνθέτης Πιότρ Τσαϊκόφσκι. Μακάρι να γράψω και γω κάτι παρόμοιο κάποτε! Για την ώρα το μόνο που έχω κάνει να θυμίζει «Λίμνη των κύκνων» είναι να ντυθώ μαύρος κύκνος στο καρναβάλι της Πάτρας με μεγάλη επιτυχία.
Κάτι έλεγα, όμως για το Brugge. Α, ναι! Ήταν τόσο παραμυθένιο . . . Αν είχα και έναν πρίγκιπα μαζί, τι ωραία που θα ήταν! Αλλά δυστυχώς είχα τη φίλη μου, η οποία κυρίως δούλευε, δούλευε, δούλευε. Κι έτσι εγώ γυρνούσα μόνη μου στα πλακόστρωτα δρομάκια.
Πήγα και στην εκκλησία της Παναγίας, όπου είδα το άγαλμα του Μικελάντζελο, έφαγα υπέροχες βάφλες σοκολάτας κι έπνιξα τον καημό μου στο Μουσείο της μπύρας, όπου στην τιμή του εισιτηρίου ήταν και τέσσερα ποτήρια μπύρας. Ήπια τις μπύρες μου, είδα τα βαρέλια, αγόρασα τα αναμνηστικά μου μπρελόκ-ανοιχτήρια, μου έδωσε και το τηλέφωνό του ο μπάρμαν-άτσα, όλα βαίνουν καλώς!
Το μεγαλύτερο μνημείο όμως, του Brugge ήταν το καμπαναριό. Πρόκειται για ένα καμπαναριό του 13ου αιώνα, το οποίο έχει έναν μηχανισμό αποτελούμενο από 48 καμπάνες. Είχε ωραίο ήλιο στην πόλη του Brugge εκείνη τη μέρα. Αφού βγήκα από το Μουσείο της μπύρας αποφάσισα να επισκεφθώ το ξακουστό αυτό καμπαναριό. Είχε έρθει η ώρα!
Πηγαίνω στην πλατεία, βλέπω το ψηλό καμπαναριό. Πω πωωωωω πόσο ψηλό είναι! Ζαλίζομαι και κάνω το πρώτο βήμα. Μπαίνω απ’ την πόρτα, βλέπω όλα αυτά τα σκαλιά που οδηγούν στην κορυφή με τις υπέροχες καμπάνες και προχωράω! Ανεβαίνω στο πρώτο σκαλοπάτι. Τι χαρά θα δω καμπάνες!!!
Αχ, νιώθω μια πίεση-ξέρετε χαμηλά-θέλω να κάνω τσίσα απεγνωσμένα. Τι τις ήθελα τις τέσσερις μπύρες πρωί-πρωί; Πώς θα ανέβω τόσα σκαλιά; Υπομονή, ανάσες, θα κρατηθώ. Καμπάνες! Ναι, αυτό θα κάνω, θα κρατηθώ. Μπορείς Έλενα, μπορείς! Ωραία, πάμε!
Ωχ, πού πάω; Αφότου ανέβω όλα αυτά τα σκαλιά και δω τις μεγάλες καμπάνες μετά θα πρέπει να κατέβω. Ωραία, τα κατάφερα με τις παλιομπύρες και κείνος ο μπάρμαν μου τις γέμιζε με τόση χαρά . . .Ορίστε τώρα! Κοιτάζω δεξιά, κοιτάζω αριστερά, βλέπω ένα ζαχαροπλαστείο, απ΄ τα καλύτερα του Βελγίου.
Μπαίνω, πηγαίνω στην τουαλέτα, ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, αγοράζω τη μεγαλύτερη σοκολάτα γάλακτος με καραμελώμενα φουντούκια κι αποφασίζω πως δεν θα πιω άλλες μπύρες και γενικά αλκοόλ για το υπόλοιπο της μέρας. Έτσι, μόνο θα καταφέρω να δω περισσότερα αξιοθέατα.
Πηγαίνω στην κεντρική πλατεία. Κάθομαι σ’ ένα παγκάκι, τρώω λίγη σοκολάτα, καταβροχθίζω με μανία ένα σοκολατάκι με ρούμι και σκέφτομαι.
Δεν πειράζει κι αύριο μέρα είναι!