LOCKED UP

(Σε ψηλό σημείο της πόλης συναντιούνται τρεις φίλοι/φίλες. Εκεί, τα παγκάκια είναι στραμμένα προς το δάσος, πλάτη στη θέα της πόλης που απλώνεται από κάτω.)

 

Α: Δεν καταλαβαίνω.

Β: Τι δεν καταλαβαίνεις;

Α: Η πόλη έχει τόσο ωραία θέα (κάθεται στο ένα από τα παγκάκια ανάποδα) και τα παγκάκια κοιτούν προς το δάσος.

Β: Δεν ξέρω ποιος σκέφτηκε να τα τοποθετήσει έτσι.

Α: Θέλω πραγματικά, όποιος το σκέφτηκε, να μου το αιτιολογήσει.

Β: (κάθεται επίσης ανάποδα στο άλλο παγκάκι) Έχεις παρατηρήσει πως όσοι κάθονται εδώ, κάθονται ανάποδα;

Γ: Απλά έτσι τοποθετήθηκαν! Τι να κάνουμε τώρα;

Β: Να τα βγάλουμε και να τα γυρίσουμε ανάποδα.

Α: Άραγε, τι σκέφτεται κάποιος όταν κοιτάει ένα δάσος;

Γ: Τη φύση;

Β: Την εξερεύνηση στη φύση;

Α: Την απόδραση. Ναι, την απόδραση σκέφτεται.

Β: Ή το κρυφτό μετά την απόδραση.

Γ: Κι όταν βλέπει την πόλη; (παύση) Τι να σκέφτεται όταν βλέπει την πόλη;

Α: Όταν βλέπει την πόλη, σκέφτεται την παντοδυναμία του να κοιτάς από ψηλά…

Β: (συμπληρώνοντας τη φράση) μέσα σε μία φυλακή δίχως κάγκελα.

Γ: Μήπως τα παγκάκια είναι σωστά τοποθετημένα τελικά;

Α: Αχ! Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω.

 

 

 

 

 

Εύη Κατσίκα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *