“Χρώματα, άνοιξη, βόλτες στον ήλιο, χρρρρρρρρρρ, παρέα με ένα φίλο χρρρρρρρρ. Δεν θυμάμαι αν στο χρρρρρρρρ μα σ αγαπούσα. Πίσω απ΄το φεγγάρι είχα κρυφτεί και σε χρρρρρρρρρρρρρρρ”

– Αφού δε πιάνει γιατί δε το κλείνεις ρε Βάσω;

– Καλά, το κλείνω.

Ήταν μία πολύ κλασική διαδρομή από το Σκάλωμα στη Ναύπακτο και μετά Αντίρριο, γέφυρα, Ρίο, Πάτρα. Ήμασταν καινούριοι στην περιοχή και η περιοχή ανεξερεύνητη για εμάς και έτσι ξεκινήσαμε τις πρώτες μας εξορμήσεις. Αν και δεν μου αρέσει να πηγαίνω στα ίδια μέρη, αυτή η διαδρομή ήταν μία ρουτίνα την οποία συγχωρούσα, γιατί κατέληγε σε παγωτάκι στη Ναύπακτο, στο ίδιο, το τονίζω, φημισμένο παγωτατζίδικο. Επειδή είμαι όμως και λίγο λιχούδα, πριν το παγωτό φυσικά και υπήρχε το ταβερνάκι δίπλα στη θάλασσα που μας κρατούσε συντροφιά. Έτρωγα όμως μόνο το φρούτο στο τέλος, μη με πουν και γουρούνα.

Άλλη μια Κυριακή λοιπόν έφτανε στο τέλος της και είχαμε ακολουθήσει πιστά το πρόγραμμα μας εκτός από τη στάση στη Ναύπακτο. Έλα όμως που η μοίρα ότι γράφει δε ξεγράφει και τη στάση αυτή την είχε σημειώσει σε post it πριν το καταλάβουμε.

Λίγο έξω από τη πόλη έβλεπα τον Τέλη να κάνει κάτι γκριμάτσες οδύνης και αμηχανίας ταυτόχρονα. Τρόμαξα! Λέω πάει, από τον πολύ τον ήλιο τα έχασε ο καημένος. Χωμένη εγώ μέσα στις σκέψεις μου, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσω τη γλώσσα του σώματος του, σωστή ψυχολόγος με αναλυτική σκέψη εγκληματολόγου, ακούω :

– Θα κάνουμε στάση στη Ναύπακτο.

– Για παγωτό;

– Και για παγωτό.

Μμμμμμμμμμμμ. Ύποπτο και μυστηριώδες. Αλλά δε με ένοιαζε και πολύ, αφού θα έτρωγα παγωτάκι.

Πότε φτάσαμε, πότε παρκάραμε, πότε βρεθήκαμε μπροστά στο παγωτατζίδικο ούτε που το κατάλαβα. Τι συμβαίνει επιτέλους; Ο Mr. αργό περπάτημα. Ούτε κόψιμο να τον είχε πιάσει, συγνώμη κιόλας τρώμε και παγωτό είπα με τη σκέψη μου στους θαμώνες του παγωτατζίδικου.

– Βάσω πάρε τσάντα, λεφτά και αγόρασε ό,τι θες, εγώ πάω.

Και με ένα επιδέξιο σάλτο, λίγο σφιγμένο από πίσω πήδηξε κανα δυο και πρόλαβε πρώτος την τουαλέτα. Με θυμάμαι να κλαίω από τα γέλια και να τρώω βανίλια Μαδαγασκάρης με καραμέλα βουτύρου. Είχα σχεδόν σκάσει από το παγωτό όταν ο Τέλης βγήκε από εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος του, ανάλαφρος σαν πεταλούδος και με ένα χαμόγελο ευτυχίας και ικανοποίησης ζωγραφισμένο στο προσωπάκι του.

Δύο μήνες μετά. . .

Η εισαγωγή είναι η ίδια, το καλοκαίρι και η διαδρομή επίσης, τα πρόσωπα αυτή τη φορά : εγώ, οι δύο αδερφές μου και η ξαδέρφη μου η Ίρις.

– Οπωσδήποτε στάση για παγωτό Ναύπακτο.

– Ναιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιιι.

Ξαφνικά ένιωσα σαν σε ταινία. Ρε συ εγώ τα έχω ξαναζήσει αυτά. Η Ίρις με ένα προβληματισμένο ύφος σαν να ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί, να εξαφανιστεί για πάντα. Τι έγινε; Την βλέπω δειλά δειλά να παραδίδει τσάντα και λεφτά στην αδερφή μου και με σταθερό βήμα να οδεύει προς το θρόνο. Χτυπάει πόρτα, δεν απαντάει κανείς, μπαίνει, κλειδώνει, κάθεται μάλλον. Πήραμε τα παγωτά μας οι εναπομείναντες και η Ίρις πήρε 30 λεπτά ξεκούρασης και ηρεμίας όπως της άξιζε. Τα βλέμματα όλων στο μαγαζί αυτή τη φορά ήταν περίεργα και δεν ήταν η ιδέα μου. Βγήκαμε έξω από τη ντροπή αλλά δεν απομακρυνθήκαμε πολύ, σε περίπτωση που η Ίρις ήθελε κάποια βοήθεια. Τι βοήθεια; Ξέρω και εγώ, να τη σώσουμε από καμία εξωγήινη κουράδα.

Τέλος, δεν ξαναπάω ούτε στο παγωτατζίδικο, ούτε και στη Ναύπακτο. Η ντροπή είναι πολύ μεγάλη και δεν ξεπλένεται. Φοβήθηκα πως την επόμενη φορά θα έχουν κανένα απαγορεύεται η είσοδος και τη φωτογραφία κρεμασμένη απ΄έξω.

Δακτυλοδεικτούμενη από την τοπική κοινωνία της Ναυπάκτου. Η τσατσά των χεσμένων.

Σα να το βλέπω μπροστά μου. Ο ιδιοκτήτης να κοιτάει μια εμένα και μια τη φωτογραφία και να φωνάζει:

– Εσύ είσαι!!!! Και γα να μη λέμε πολλά πολλά. Τα κου…….βαδάκια σου και σ’ άλλη παραλία κοπελιά!

Παγωτά τέλος! Το ‘ριξα στις γρανίτες.

 

 

 

 

 

Βάσια Κόντου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *