Τα φαγητά του καλοκαιριού

 

Τα φαγητά του καλοκαιριού συνδέονται πάντοτε στο νου μου με συγκεκριμένους ανθρώπους.

Η γιαγιά η Γρεβενιώτισσα, η γιαγιά Ζιζί, έκανε σπανακόπιτες με μαλακό φύλλο και τα απογεύματα έτρωγε καρπούζι με τυρί στον κήπο. Σε εμένα που δεν έτρωγα σχεδόν τίποτε, ετοίμαζε τυρί και ψωμί ή λαγγίτες με μέλι. Για γλυκό, τρώγαμε σταφύλια, τα άγουρα του Αυγούστου.

Ο παππούς ο Στέφανος έπινε μπύρα Amstel τα καλοκαίρια, κάτω απ’ την κληματαριά. Την έριχνε στο ποτήρι με τη μία για να κάνει αφρό κι εγώ γελούσα. Ήταν γλυκατζής, όπως κι εγώ, αλλά έτρωγε πολύ λίγο, όπως κι εγώ. Και μετά από μια ολόκληρη μέρα σκληρής δουλειάς, δικαιούνταν μια μπύρα.

Η γιαγιά η Αμερικάνα μού έφερνε από τη Βοστόνη όμορφα φορέματα κι εγώ καμάρωνα. Έφερνε ακόμη τυρί μέσα σε σωληνάρια, μείγμα για pancakes, φυστικοβούτυρο, jelly, Graham crackers και marshmallows. Το σπίτι της μύριζε βανίλια και σιρόπι σφενδάμου. Τα έβρισκα όλα υπερβολικά γλυκά, εκτός απ’ το φυστικοβούτυρο. Το φυστικοβούτυρο που ψάξαμε σε όλα τα σούπερ μάρκετ της Κοζάνης με τη μαμά όταν ήρθε το φθινόπωρο. Δεν το βρήκαμε, κι εγώ περίμενα το επόμενο καλοκαίρι για να μυρίσω τη βανίλια και να φάω το φυστικοβούτυρο.

Η γιαγιά η Κοζανίτισσα και η θεία Αναστασία έκαναν πίτες, κιχιά και μικρά κεφτεδάκια.

Ο παππούς ο Μανώλης έτρωγε για βραδινό ψωμί βουτηγμένο σε νερό ή σε γάλα με ζάχαρη και τα απογεύματα καθόταν στο μπαλκόνι και παρατηρούσε εμάς που παίζαμε στους δρόμους.

Η μαμά έτρωγε κάθε καλοκαίρι γιαούρτι με μέλι για βραδινό και έπινε κρύο καφέ, φραπέ. Η κολλητή της η Βίκυ έπινε κρύο φραπέ με ζάχαρη και παγωτό. Και οι τρεις μαζί στις διακοπές τρώγαμε μελιτζανοσαλάτες, τυρί με λάδι και ρίγανη και εγώ και η Βίκυ γελούσαμε με τη μαμά που παρήγγελνε κάθε μέρα ιμάμ μπαϊλντί.

Η θεία η Τάνια, χειμώνα-καλοκαίρι, έκανε παστίτσιο και μουσακά και ένα γλυκό του καλοκαιριού, με ζελέ, κρέμα και φρυγανιά. Ήταν σα να έτρωγες το καλοκαίρι. Τα βράδια πηγαίναμε για ψάρια στην Περαία και μια φορά ένας φίλος του θείου Διαμαντή μας σέρβιρε κροκόδειλο, καρχαρία και στρουθοκάμηλο. Περιττό να πω ότι εγώ δεν έφαγα τίποτα απ’ αυτά, αλλά θυμάμαι ότι είχε ζέστη και ότι η ταβέρνα ήταν πλάι στο κύμα.

Ο Άγγελος το καλοκαίρι τρώει λυράκι στην Άνδρο, φουρτάλλια στην Άνδρο και πάστες από το Λυγίζο. Κάθε Ανδριώτης και κάθε Ανδριώτισσα ξέρουν ότι οι πάστες του Λυγίζου είναι οι πιο νόστιμες πάστες στον κόσμο και πριν πέντε καλοκαίρια, το έμαθα κι εγώ.

Εγώ στην Άνδρο τρώω τοστ με πετρωτή και ψάρια στη ταβέρνα του Νόνα και μακαρόνια στο Αρχιπέλαγος. Κάποια βράδια παίρνουμε παγωτό σουμάδα από τον Ερμή κι ο Άγγελος, που δεν ξέρει τι είναι το Κωνσταντίνου και Ελένης, αναρωτιέται γιατί σκάω πάντα στα γέλια.

Άλλα βράδια καθόμαστε στον Πλάτανο και παραγγέλνουμε ποικιλία και τα πρωινά πίνουμε κρύο καφέ φίλτρου στη Λήθη, διαβάζοντας βιβλία. Στη Λήθη ξαναδιάβασα τον πρώτο τόμο της Αργώς. Τον δεύτερο τον διάβασα στο Καφενείο Λαουτάρι, στην Ερμούπολη, τρώγοντας σαλάτα με μαυρομάτικα φασόλια και καρότο.

Αν ποτέ βρεθείτε στην Άνδρο, μην παραλείψετε να δοκιμάσετε και παστιτσάκια (αμυγδαλωτά). Αν βρεθείτε στη Σύρο, να δοκιμάσετε χαλβαδόπιτα κοιτάζοντας το ηλιοβασίλεμα – και διαβάζοντας, εκείνη τη μέρα διάβαζα το Κουτσό.

Και του χρόνου με υγεία.

 

 

 

Κατερίνα-Μαρία Λάκκα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *